Ὠδὴ γιὰ μία διάλεκτο ποὺ ἀργοπεθαίνει…

(Τὸ «σ» διαβάζετε σὰν τὸ ἀγγλικὸ Sh ἤ τὸ γερμανικὸ sch.)

Σιάκι 1953 τῇ χρονίᾳ.
Ἄνοιξιν καιρός. Τὰ σόνεα οὔλεα ἐλίαν ἄμα ὁ κρύος κρύος ἔτονε.
Τὰ δενδρὰ οὔλεα τσάτσαλα ἔτον ἄμαν τὰ τσιτσεκόπα ἐσκάλωσαν ἀπ΄ ἔναν ἔναν νὰ ντοῦνε ὀξοκά.
Ὁ ἦλεν ἐσκῶθεν κατακέφαλα ἐκεῖνον τὴν ἡμέραν καὶ μαναχὰ δύο λιβόπα ἐπαρλάεβαν ἅπαν ἄσο πέραν τῇ μαχαλᾷ. Σίτεαν ἔρχουτον τ΄ ἀὲρ΄ τὸ νεφεσόπον, ἐτιρλάνγκεβαν μίαν ᾅδα μίαν ἄκει θαρεῖς καὶ ἐπροσονειδίαζαν τὸν ἧλεν. Συνέχεια

Ἡ ποντιακὴ διάλεκτος.

Ἡ ποντιακὴ διάλεκτος εἶναι ἡ διάλεκτος ποὺ διετήρησε πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ἑλληνικὲς διαλέκτους τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ γλῶσσα.

Ἡ ποντιακὴ εἶναι μία ἀπό τὶς λίγες διαλέκτους τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ποὺ σχετίζεται τόσο ἄμεσα μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα. Συνέχεια