(Σημ. Φιλίστωρος: Από σήμερα θα ξεκινήσω ένα μικρό αφιέρωμα για την σημαντικότερη Εθνική επέτειο της σύγχρονης Ιστορίας μας, της 28ης Οκτωβρίου. Το αφιέρωμα αυτό θα περιλαμβάνει το εξαιρετικό και εμβριθές κείμενο του κ. Νικολάου για τον ρόλο της Αλβανίας στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, θα έχει ένα σχετικό μικρό απόσπασμα από το ημερολόγιο του Σεφέρη που είδαμε στα «24 γράμματα», θα παραθέσω για πρώτη φορά σε πλήρες κείμενο την ομιλία Μουσολίνι στην οποία απειλούσε ότι θα «σπάσει τα πλευρά της Ελλάδος» αλλά και την απάντηση του Μεταξά και στο τέλος θα αναρτήσω κάτι ενδιαφέρον που έγραψα το Σάββατο για την στάση της Χιτλερικής Γερμανίας έναντι της Ελλάδος λίγο πριν και λίγο μετά της ιταλική εισβολή. Καλή ανάγνωση και χρόνια πολλά σε όλους)
Ποιος ο ρόλος της Αλβανίας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Του Χαράλαμπου Νικολάου
Ταξίαρχου ε.α., τ. καθηγητή Στρατιωτικής Ιστορίας ΣΣΕ
Το 1939 τα ιταλικά στρατεύματα, υπό τον στρατηγό Γκουτσόνι, αποβιβάσθηκαν στο Δυρράχιο, το πρωί της 7ης Απριλίου. Ο βασιλιάς Ζώγου δεν αιφνιδιάστηκε δεδομένου ότι είχαν προηγηθεί, πριν από έναν μήνα και πλέον, εντατικές διπλωματικές συνομιλίες. Υφίστατο το στοιχείο του αιφνιδιασμού για τις ξένες κυβερνήσεις, εκτός της Γερμανίας και ίσως της Γιουγκοσλαυΐας. Δεν προβλήθηκε κάποια σοβαρή αντίσταση κατά των Ιταλών. Ο αλβανικός λαός στην πλειοψηφία του υποδέχθηκε τους Ιταλούς στρατιώτες ως «ελευθερωτές».
Τα γεγονότα έκτοτε διαδέχθηκαν το ένα το άλλο με κινηματογραφική ταχύτητα. Στις 14 Απριλίου 1939 η Αλβανία απεχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Στις 15 Απριλίου έγινε δεκτή στο Κυρηνάλιο (ανάκτορο στην Ρώμη, θερινή διαμονή των Παπών μέχρι το 1870, στην συνέχεια κατοικία του βασιλιά της Ιταλίας και αργότερα του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας), πολυμελής αλβανική αντιπροσωπεία υπό τον πρωθυπουργό Βερλάτση. Αυτός προσεφώνησε τον Bασιλιά αυτοκράτορα πρώτα στην αλβανική και έπειτα στην ιταλική γλώσσα και του προσέφερε το «στέμμα του Σκεντέρμπεη». Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η ιταλική Βουλή έδωσε την συναίνεση της για την «προσωπική ένωση» και την επομένη έπραξε το ίδιο η Γερουσία. Διορίστηκε τοποτηρητής του βασιλιά, όχι μέλος της δυναστείας (είχε γίνει λόγος για τον δούκα του Μπέργκαμο), αλλά ο πρεσβευτής Τζακομόνι.
Στις 21 Απριλίου αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Βερλάτση η σύσταση Αλβανικού Φασιστικού Κόμματος. Στις 3 Ιουνίου έλαβε χώρα η τελευταία πράξη του αλβανικού οράματος: αντιπροσωπεία από τους Βερλάτση, Ντίνο και Κολίκβι και τρεις ανωτέρους αξιωματικούς επέδωσε στον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ απόφαση της αλβανικής κυβερνήσεως σύμφωνα με την οποία ο Αλβανικός Στρατός ενσωματωνόταν στον Ιταλικό Στρατό.
Ο αλβανικός Τύπος προ του πολέμου παρουσίαζε άρθρα με πολεμική κατά της Ελλάδας. Μάλιστα ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Τσιάνο, διέταξε τον τοποτηρητή στην Αλβανία Τζακομόνι: «Φροντίστε ώστε ο αλβανικός Τύπος να συνεχίζει την ζωηρή του πολεμική εναντίον της Ελλάδας».
Ο Γερμανός καθηγητής πανεπιστημίου Χ. Ρίχτερ γράφει: «Οἱ ῥίζες τῆς πολεμικῆς αὐτῆς ἐμπλοκῆς τῆς Ἰταλίας φθάνουν μέχρι τὸ 1923, ὅταν ὁ Μουσολίνι ἐπεχείρισε νὰ καταλάβῃ τὴν Κέρκυρα καὶ ἠναγκάσθη ἀπὸ τὶς Ἀγγλία καὶ Γαλλία νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ ἐγχείρημαά του». Ο Τσιάνο στο ημερολόγιο του γράφει ότι τον Αύγουστο του 1940 ο Μουσολίνι εδήλωσε πως «οἱ Ἕλληνες ἐπλανῶντο, ἐὰν θεωροῦσαν ὅτι εἶχε ξεχάσει ἐκεῖνο τὸ ἐπεισόδιο» καὶ ὅτι «ὁ λογαριασμός των ἔμενε ἀνοικτός».
Στις αρχές Ιουνίου του 1939 οι Μουσολίνι και Τσιάνο, θέλοντας να μειώσουν την οργή των Αλβανών για την απώλεια της ανεξαρτησίας τους, προσπάθησαν να τους παραπλανήσουν καλλιεργώντας τους ελπίδες αλυτρωτισμού για το Κοσσυφοπέδιο και την Τσαμουριά, που έπρεπε να απελευθερωθούν.
Σύμφωνα με ιταλικές πηγές, η στάση της αλβανικής ηγεσίας, λίγο πριν κηρυχθεί ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, ήταν υπέρ των Ιταλών. Ο Ιταλός τοποτηρητής Τζακομόνι, σε τηλεγράφημα του προς τον Τσιάνο, στις 24 Αυγούστου 1940, μεταξύ των άλλων ανέφερε τα εξής: «Ἀπὸ παντοῦ καταφθάνουν ἔγγραφα ποὺ ἀποδεικνύουν τὸν ὀρθὸ προσανατολισμὸ τῶν Ἀλβανῶν, ἄπειρες εἶναι οἱ αἰτήσεις γιὰ κατάταξι στὰ ἐθελοντικὰ σώματα (…). Σὲ ὅλα τὰ κεντρικὰ σημεία τῆς Ἀλβανίας παρατηρεῖται ζωηρὸ ἐνδιαφέρον καὶ προσήλωσις στὶς προσταγὲς τοῦ Ντοῦτσε. Ἡ κίνησις τοῦ στρατοῦ προεκάλεσε μεγάλη ζωηρότητα κι ἀνυπομονησία γιὰ δράσι…».
Κατά την σύσκεψη της 15ης Οκτωβρίου 1940 στο Παλάτσο Βενέτσια, ο τοποτηρητής Τζακομόνι, σε ερώτηση του Ντούτσε για το πώς βλέπει την κατάσταση στην Αλβανία, απάντησε: «Στὴν Ἀλβανία ἀναμένουν τὴν ἐνέργεια μὲ ἀνυπομονησία. Ἡ χώρα ἔχει ξεσηκωθεῖ καὶ οἱ κάτοικοι εἶναι γεμάτοι χαρά. Μπορῶ νὰ σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι ὁ ἐνθουσιασμός των εἶναι τόσο ζωηρός, ὥστὲ τὸν τελευταῖο καιρὸ ἔχουν δυσαρεστηθεῖ ἐπειδὴ ἡ ἐνέργεια δὲν ἔχει ἀκόμη ἐκδηλωθεῖ».
Ο Ιταλός στρατηγός Σ. Βισκόντι Πράσκα, στο βιβλίο του για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, έγραφε τα εξής: «Σύμφωνα μὲ ὑπόσχεσι τοῦ στρατάρχου Μπαντόλιο, πρὸ τοῦ πολέμου, θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποσταλοῦν στὴν Ἀλβανία γιὰ τὴν ἐνδεχόμενο ἐνέργεια κατὰ τῆς Ἑλλάδος… 10.000 τυφέκια γιὰ τὸν ἐξοπλισμὸ τῶν ἀλβανικῶν ταγμάτων ἐθελοντῶν, τὰ ὁποία θὰ χρησιμοποιοῦντο ὡς τμήματα καλύψεως».
Κατά την διάρκεια της συσκέψεως στο Παλάτσο Βενέτσια (15 Οκτωβρίου 1940) «Ὁ Μουσολίνι, ἀκόμη, ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Τζακομόνι κι ἐμέναν πληροφορίες γιὰ τὰ ἀλβανικὰ τμήματα, ἐνᾦ διετύπωσε τὴν ἀρχὴ ὅτι ὁ ῥόλος τῶν Ἀλβανῶν θὰ ἔπρεπε νὰ περιορισθῇ σὲ στενὰ πλαίσια…».
Εἰδικότερα, εἶχαν συγκροτηθεῖ τρία τάγματα διοικητικῆς μερίμνης ἀπὸ ἐφέδρους Ἰταλοὺς (…) καὶ ἀπὸ ἐφέδρους Ἀλβανοὺς (…).
Κατόπιν προχωρήσαμε στὴν ἴδρυσι δύο ταγμάτων Φασιστικῆς Πολιτοφυλακῆς ἀπὸ Ἀλβανοὺς (…). Προέτεινα στὸν Τζακομόνι νὰ συστήσῃ μερικὰ τάγματα ἀπὸ Ἀλβανοὺς ἐθελοντές, δύο διαφορετικῶν τύπων: Τάγματα κεκαθορισμένα γιὰ τὴν ἄμυνα συγκεκριμένων διαβάσεων ἢ κοιλάδων στὸ μέτωπο καὶ τάγματα πιὸ εὐκίνητα, δυνάμενα νὰ προσκολληθοῦν στὰ μάχιμα στρατεύματά μας.
Μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἀλβανικῆς κυβερνήσεως καὶ διαφόρων ἀρχηγῶν φυλῶν ἐξησφαλίσθη ἡ δυνατότης συγκροτήσεως 10-12 ἐλαφρῶν ταγμάτων συνολικῆς δυνάμεως 6-7.000 ἀνδρῶν, ἐπιλεγμένων ἀπὸ τὶς πιὸ πολεμικὲς φυλὲς καί, μάλιστα, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὑπῆρχε ἐνδεχομένη σχέσις μὲ πληθυσμοὺς ἐκτὸς συνόρων (σ.σ. προφανώς εννοούσε τους Τσάμηδες). Τὰ εὐκίνητα τάγματα, τύπου ἀνταρτικῶν ὁμάδων, προορίζοντο νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ τὴν κάλυψι τῶν μεραρχιῶν μας (…).
Τὸ Ὑπουργεῖον Στρατιωτικῶν, κατόπιν ἐπανειλημμένων ὀχλήσεων, τελικῶς ἐνέκρινε τὴν ἀποστολὴ τοῦ ὁπλισμοῦ γιὰ τὴν συγκρότησι τῶν ἀλβανικῶν μονάδων. Ὅμως, ἀργότερα, ἄλλαξε γνώμη καὶ διέταξε τὸν περιορισμὸ τῆς συστάσεως τῶν ἐθελοντικῶν ἀλβανικῶν ταγμάτων μόνον στὴν νότιο Ἀλβανία. (σε αυτήν όπου υφίστατο το μεγαλύτερο μέρος των φιλελληνικών στοιχείων), δηλαδὴ συνολικῶς ἕξι τάγματα». (σ.σ. Ο Β. Πράσκα αναφέρει ως «φιλελληνικά = grecofili» τα αμιγώς ελληνικά βορειοηπειρωτικά φύλα). Σε ερώτηση του Ντούτσε, κατά τη σύσκεψη, «Ποιά ἡ συνεισφορά τῶν Ἀλβανῶν τόσο σέ τακτικό στρατό, ὅσο καὶ σὲ ἀτάκτους, στοὺς ὁποίους δίδω μεγάλη σημασία», ο Πράσκα απάντησε «Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἔχουμε καταρτίσει ἀνάλογον σχέδιο. Προτείνουμε τὴν ὀργάνωσιν συγκροτημάτων ἀτάκτων ἀπὸ 2.500 ἔως 3.000 ἄνδρες, στελεχωμένων μὲ ἀξιωματικούς μας».
Ο τοποτηρητής Τζακομόνι, σε μυστικό υπόμνημα του προς τον υπουργό Αλβανικών Υποθέσεων, Μπενίνι, στις 19 Οκτωβρίου 1940, μεταξύ των άλλων γράφει: «…Ἀπὸ τὴν ἄλλην προετοιμάζω ἀλβανικὰ στοιχεία, ἐξακριβωμένα θαῤῥαλέα, εἰδικῶς Τσαμουριώτας, τὰ ὁποία θὰ ἔχουν ὡς ἀποστολήν των νὰ εἰσέλθουν κρυφίως στὸ ἑλληνικὸν ἔδαφος καὶ ἐκεῖ, τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἐπιτεθῇ ὁ στρατός μας, θὰ διαπράξουν, μὲ τὴν βοήθεια τῶν πέρα ἀπὸ τὰ σύνορα φίλων των, τὶς παρακάτω πράξεις: καταστροφὴ τηλεγραφικῶν καὶ τηλεφωνικῶν συρμάτων, ἐξάλειψιν τῶν φυλακίων καὶ τῶν παρατηρητηρίων κατὰ μῆκος τῶν συνοριακῶν γραμμῶν (…).
Μερικὰ ἀπὸ τὰ στοιχεία αὐτὰ θὰ ἐφοδιασθοῦν ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία στρατιωτικῶν πληροφοριῶν μὲ μερικοὺς φορητοὺς πομπούς, χάριν στοὺς ὁποίους ἡ διοίκησις τοῦ στρατεύματος θὰ ἔχη ἀκριβεῖς εἰδήσεις περὶ τῶν θέσεων τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων». Πληροφορεί δε τον Μπενίνι ότι μεταξύ των Αλβανών παρατηρείται αίσθημα αναμονής, εμπιστοσύνης και άγριας διάθεσης. Ο ίδιος στις 21 Οκτωβρίου γράφει στον Μπενίνι: «Θὰ μποροῦσε νὰ ἀποσπασθῇ, ὅσο θὰ διαρκοῦν οἱ ἐχθροπραξίες, τὸ Τάγμα τῆς Βασιλικῆς Ἀλβανικῆς Φρουρᾶς».
Ο αντιβασιλιάς της Αλβανίας βεβαίωσε «ὅτι εἶναι πάρα πολλὲς οἱ αἰτήσεις τῶν Ἀλβανῶν νὰ καταταγοῦν στὰ σχηματιζόμενα ἀλβανικὰ σώματα, προοριζόμενα νὰ κτυπήσουν τοὺς Ἕλληνες καὶ νὰ συνεργασθοῦν μὲ τὸν Ἰταλικὸ Στρατό…» καί, ὅτι: « ὁ πληθυσμὸς ἐλπίζει, ἐπίσης, νὰ κληθοῦν ὑπὸ τὰ ὅπλα μερικὲς ἡλικίες…».
Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ.
Ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, που άρχισε την 28η Οκτωβρίου 1940, επεκτάθηκε αυτόματα και μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Η Αλβανία, συνδεδεμένη την εποχή εκείνη με καθεστώς «προσωπικής ένωσης» με την Ιταλία, είχε δεχθεί με νόμο του Κοινοβουλίου της (Αλβανικός Νόμος, 10 Ιουνίου 1940) ότι: «τὸ Βασίλειο τῆς Ἀλβανίας ἀναγνωρίζει ὅτι θὰ εὑρίσκεται σὲ ἐμπόλεμον κατάστασιν μὲ τὰ κράτη τὰ ὁποία θὰ εὑρίσκονται σὲ ἐμπόλεμο κατάστασιν μὲ τὸ Βασίλειον τῆς Ἰταλίας».
Συνεπώς με την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία εναντίον της Ελλάδας βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση με την πατρίδα μας. Γι’ αυτό η Ελλάδα με το Βασιλικό Διάταγμα (ΒΔ) της 10ης Νοεμβρίου 1940, το οποίο εκδόθηκε σε εφαρμογή του ΑΝ (Αναγκαστικού Νόμου) 2636/1940 «Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών», όρισε ως εχθρικά κράτη «τὴν Ἰταλία, μαζὺ μὲ τὶς κτήσεις, τὰ αὐτοκρατορικά της ἐδάφη καὶ τὶς ἀποικίες, καθὼς καὶ τὴν Ἀλβανία».
Ο Ιταλός στρατηγός Βισκόντι Πράσκα σε διαταγή του της 21ης Οκτωβρίου 1940 αποκαλύπτει ότι είχε αναθέσει σε ειδικούς αξιωματικούς, συνοδευόμενους από Αλβανούς οδηγούς, να εκτελούν αναγνωρίσεις στην άμεση περιοχή των συνόρων. Περαιτέρω η διαταγή καθόριζε ότι έπρεπε να οργανωθούν ειδικά τμήματα αποτελούμενα ως επί το πλείστον από Αλβανούς, πλαισιούμενους μόνο από Ιταλούς, και επιφορτισμένα με την εξουδετέρωση των μεμονωμένων Ελλήνων σκοπών και με την αποκοπή των τηλεφωνικών γραμμών.
Η προκήρυξη που διάβασε ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου Βερλάτσι, στις 28 Οκτωβρίου 1940, αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: «…Οἱ στρατιῶτες τοῦ ἐνδόξου Ἰταλικοῦ Στρατοῦ, στὶς τάξεις τοῦ ὁποίου περιλαμβάνονται πολλὲς μονάδες Ἀλβανῶν στρατιωτῶν…». Ο Ιταλός ιστορικός Μάριο Τσέρβι γράφει: «Στὶς ἰταλικές μεραρχίες περιελαμβάνοντο ἐπίσης ἀλβανικὰ τμήματα (…). Ἐξεπαιδεύθησαν ἀκόμη κι Ἀλβανοί, ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ συμμετάσχουν εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις». Ο Γερμανός καθηγητής Χ. Ρίχτερ σημειώνει: «…Ἡ συνολικὴ δύναμις τοῦ Ἰταλικοῦ Στρατοῦ στὴν Ἀλβανία, δύο ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπίθεσιν, ἀνήρχετο σὲ 140.000 ἄνδρες, συμπεριλαμβανομένων (…) καὶ τῶν Ἀλβανῶν ἐθελοντῶν».
Ο Αμερικανός καθηγητής του πανεπιστημίου Χάρτφοντ, Μπ.Φίσερ, στην ανακοίνωση του κατά το Συνέδριο του ΙΜΧΑ (Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου), τον Οκτώβριο του 1990, ανέφερε σχετικά τα εξής: «Ο Μουσολίνι είχε δώσει διαταγές να υπάρχουν δύο αλβανικά τάγματα σε κάθε ιταλική μεραρχία, που χρησιμοποιήθηκαν για την εισβολή στην Ελλάδα, και επί πλέον είχαν σχηματισθεί τρία τάγματα Αλβανών μελανοχιτώνων, που είχαν το σύνθημα «Πεθαίνουμε ὅλοι γιὰ τὸν Ντοῦτσε».
Διάφορες μυστικές διαταγές επιχειρήσεων του διοικητή της Μεραρχίας «Τζούλια», στρατηγού Μάριο Τζιρότι, χρονολογούμενες από τις 21 Οκτωβρίου 1940 και μετά, οι οποίες έπεσαν αργότερα στα χέρια του Ελληνικού Στρατού, αποκαλύπτουν ότι είχε αναθέσει εργασίες σε ειδικούς αξιωματικούς, συνοδευόμενους από ντόπιους Αλβανούς, φέροντες ενδυμασίες χωρικών…Κατά την αρχική προέλαση της Μεραρχίας «Τζούλια» στον τομέα της Πίνδου οι επιτιθέμενοι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν Αλβανούς οι οποίοι γνώριζαν ελληνικά και φώναζαν στους Έλληνες στρατιώτες να παραδοθούν, λέγοντας ότι ο αγώνας τους ήταν πλέον μάταιος εφόσον στην Αθήνα είχε γίνει επανάσταση, η κυβέρνηση Μεταξά είχε πέσει, η νέα κυβέρνηση είχε συμμαχήσει με τον Άξονα κ.ά. Στις 2 Νοεμβρίου 1940 τάγμα Αλβανών επιτέθηκε στο Καλπάκι απεγνωσμένα, χωρίς επιτυχία. Αλβανοί αυτόμολοι παρείχαν πληροφορίες στον Ελληνικό Στρατό.
Ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, διοικητής της VIII Μεραρχίας η οποία αντιμετώπισε την κύρια προσπάθεια της ιταλικής επίθεσης, γράφει για τη συμμετοχή αλβανικών δυνάμεων στον τομέα της Μεραρχίας: «Συμμετεῖχαν τρία τάγματα μελανοχιτώνων (Ι, II, III), δύο ἀλβανικὰ τάγματα πεζικοῦ («Γκρᾶμος» καὶ «Ντρίνος»), ἀλβανικὴ ὀρειβατικὴ πυροβολαρχία («Νταΐτι»), τάγμα Ἀλβανῶν ἐθελοντῶν καὶ σώματα ἀτάκτων Ἀλβανῶν».
Όπως καταγγέλλει ο υποστράτηγος, κατά τον Οκτώβριο του 1940 ο Αλβανός υπουργός Δικαιοσύνης συγκροτούσε συμμορίες με σκοπό να δράσουν στο ελληνικό έδαφος. Ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού κατά τον πόλεμο 1940-41, σημειώνει: «Ὅλες οἱ ἰταλικὲς μεραρχίες πεζικοῦ ἦσαν ἐνισχυμένες σὲ πεζικὸ μὲ τάγματα Ἀλβανῶν…».
Ο Β. Πράσκα στο τμήμα του βιβλίου του «Εξέλιξη των επιχειρήσεων από 28 έως 31 Οκτωβρίου 1940», ανακεφαλαιώνοντας γράφει για τη συμμετοχή των αλβανικών μονάδων τα εξής: «…Φάλαγγα «Σολίνας» II Τάγμα τῆς 1ης Λεγεῶνος Ἀλβανῶν ἐθελοντῶν. (…) Κεντρική Φάλαγγα καὶ Διοίκησις Μεραρχίας «Φεῤῥάρα» Ι Τάγμα Ἀλβανῶν Ἐθελοντῶν. (…) Παραλιακὸ Συγκρότημα… Τὰ τμήματα διαπεραιώθησαν μὲ τὴν κάτωθι σειρά… 6) Τὰ τάγματα Ἀλβανῶν ἐθελοντῶν «Πεσκοσόλιντο» καὶ «Κιαραβάλλε». (…) «Τὰ ἀλβανικὰ τάγματα ἐθελοντῶν, προπορευόμενα τοῦ 3ου Συντάγματος Γρεναδιέρων καὶ κινούμενα…»…«Τὰ τάγματα Ἀλβανῶν ἐθελοντῶν, ἐπίσης ἤλεγχαν πλήρως τὴν ἁμαξιτὴ ὁδὸ (Ηγουμενίτσας-Βάρφανης).
Στην επίθεση εναντίον του υψώματος 1289 του Λαπιστέτ, στις 09.30 της 4ης Νοεμβρίου 1940, έλαβε μέρος ένα από τα πιο επίλεκτα τμήματα των Αλβανών, το τάγμα «Τιμόρ», το οποίο και κατόρθωσε να το καταλάβει. Με άμεση αντεπίθεση των Ελλήνων το τάγμα «Τιμόρ» αναδιπλώθηκε και διασκορπίσθηκε στην κοιλάδα με άτακτη φυγή. Υποχρεώθηκαν να επέμβουν οι βερσαλιέροι για να σταματήσουν τους Αλβανούς.
Στην αναφορά που ακολούθησε διαπιστώθηκε ότι από τη δύναμη των 1.200 ανδρών του τάγματος είχαν απομείνει μόνο μερικές εκατοντάδες. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο απαρηγόρητος, όπως γράφει ο Μ. Τσέρβι, διοικητής του Τάγματος. Αλβανικό τάγμα στις 25 Νοεμβρίου 1940 συμμετείχε με τα ιταλικά στρατεύματα στην επίθεση για την κατάληψη του σταυροδρομιού παρά το Δελβινάκι. Οι Αλβανοί αρχικά κατέλαβαν το χωριό αλλά την επόμενη με αντεπίθεση των Ελλήνων αυτό ανακαταλήφθηκε. Το αλβανικό τάγμα είχε απώλειες και αρκετοί άνδρες του συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Στις 12 Νοεμβρίου αυτομόλησε στις ελληνικές γραμμές λόχος Αλβανών στρατιωτών με τους αξιωματικούς του. Κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου, οπότε οι Ιταλοί είχαν εισχωρήσει στο ελληνικό έδαφος σε μερικούς τομείς, Αλβανοί με μια σημαία τους εισήλθαν στην Κόνιτσα μαζί με τους Ιταλούς, τον Διαμαντή και τον εξωμότη Ματούση. Ο Διαμαντής μάλιστα εκφώνησε λόγο λέγοντας ότι θα απελευθερώσει την Κόνιτσα και θα σχηματίσει την Ομοσπονδία της Πίνδου.
Η απάντηση του Μουσολίνι (22/11) σε επιστολή του Χίτλερ (20/11) αναφέρει μεταξύ των άλλων: Η αποτυχία των Ιταλών οφείλεται και στη λιποταξία των αλβανικών δυνάμεων, οι οποίες στασίασαν εναντίον των Ιταλών…».
Αποκαλυπτικά είναι τα όσα γράφει στο ημερολόγιο του ο Φερνάντε Κομπιόνε, έφεδρος υπολοχαγός πεζικού της 51ης Ορεινής Μεραρχίας «Σιέννα»: «…Κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ 28 Ὀκτωβρίου ἔως 14 Νοεμβρίου 1940, ὁπότε ἰταλικὰ τμήματα εἶχαν εἰσχωρήσει σὲ περιοχὲς τῆς Ἑλλάδος, οἱ Τσάμηδες ὑπεδέχοντο σὲ ὅλα τὰ χωριὰ τοὺς Ἰταλοὺς ὡς ἐλευθερωτές, μὲ ζητωκραυγὲς καὶ ἐνθουσιασμό…».
Ο Ιταλός ιστορικός Μ. Τσέρβι γράφει: “Ὅπως ἀναφέρει ὁ στρατηγὸς Β. Πράσκα σὲ συζήτηση του μὲ τὸν Πρίκολο (σ.σ. Αρχηγός του Επιτελείου της Αεροπορίας), ἕνας ἐθελοντής, πληγωμένος βαρειά, πρὶν ξεψυχήσῃ ἀνεφώνησε: «Εἶμαι εὐχαριστημένος ποὺ πεθαίνω γιὰ νὰ μπορέσῃ ὁ Ἀρχηγὸς (του Επιτελείου της Αεροπορίας) νὰ περάσῃ»…»
Κατά τη διάρκεια της ιταλικής εαρινής επίθεσης (Μάρτιος 1941) ο Μουσολίνι επισκεπτόταν διάφορες μονάδες για να τονώσει το ηθικό των ανδρών, στην ζώνη του Δέβολη και στην περιοχή του Βερατίου. Μεταξύ άλλων επισκέφθηκε ομάδες ταγμάτων και εθελοντών Αλβανών, των ιδίων για τους οποίους αρχικά εκείνος και ο Τσιάνο πίστευαν ότι είχαν προκαλέσει τις πρώτες ιταλικές ήττες. Κατά τις συνομιλίες που είχε μαζί τους έμεινε ενθουσιασμένος από το παράστημα και το πολεμικό τους μένος.
Ο Γερμανός συγγραφέας Βίλιμπαλντ Κόλεγκερ, σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1942, για την στάση των Αλβανών κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41 γράφει τα εξής:
«…Οἱ Ἕλληνες ἠναγκάζονται νὰ πολεμοῦν ἐναντίον Ἀλβανῶν συμμοριτῶν, κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ Ἀλβανοὶ ἐθελοντὲς προσήρχοντο ἀθρόα στὶς ἰταλικὲς φάλαγγες. Δὲν ἠγνοοῦσαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σκεντέρμεη ποῖοι ἦσαν οἱ πραγματικοὶ φίλοι των… Ἠγωνίσθησαν μὲ ἐπιμονὴ καὶ γενναιότητα ὅπου κι ἐὰν ἐτοποθετήθησαν. (…) Ἀπειράριθμες ὑπῆρξαν οἱ περιπτώσεις ἀπονομῆς τιμητικῶν διακρίσεων σὲ Ἀλβανούς…». .
Ο Μ. Τσέρβι γράφει ότι ο τοποτηρητής Τζακομόνι πληροφορούσε τον βασιλιά της Ιταλίας: «…Ἐδῶ καὶ ἕναν μῆνα οἱ Αλβανοὶ εἶναι ἐξαιρετικῶς ἔμπιστοι κι ἄριστα προσηρμοσμένοι στὸ περιβάλλον, τὸ φρόνημά των στέκεται ὑψηλά, ἡ δὲ ἐργατικότης καὶ ἀποδοτικότης τῶν ὑπαλλήλων κρίνεται ἐξαιρετική…». ς στέκεται ψηλά, η δε εργατικότητα και η αποδοτικότητα των υπαλλήλων κρίνεται εξαιρετική…».
Ο Τζακομόνι είχε οργανώσει, όπως γράφει ο Μ. Τσέρβι, «ὁμάδες Ἀλβανῶν γιὰ τὴν διενέργεια δολιοφθορῶν, ποὺ ὁ ῥόλος των ἦταν νὰ εἰσχωρήσουν στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος καὶ νὰ προβαίνουν σὲ καταστροφὴ τοῦ τηλεφωνικοῦ δικτύου, νὰ καταστρέφουν φυλάκια, νὰ ἀφοπλίζουν φρουρούς, νὰ προκαλοῦν ταραχὲς στὰ μετόπισθεν, νὰ διενεργοῦν δολοφονικὲς ἀπόπειρες ἐναντίον στρατηγῶν τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοπέδου καὶ νὰ προπαρασκευάζουν καὶ νὰ ὑποκινοῦν κινήματα στὴν λαϊκὴ μάζα». Ο Ιταλικός Στρατός δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να επωφεληθεί από τη δραστηριότητα τους.
Ο στρατηγός Μπαντόλιο στα απομνημονεύματα του αναφέρει: «Οἱ Ἕλληνες δὲν ἔδειξαν καμμία διάθεση συνεργασίας. Ἀντιθέτως οἱ Ἀλβανοὶ στρατιῶτες, πού, ὑπὸ μορφὴ ταγμάτων, συμμετεῖχαν στὶς δικές μας μεραρχίες, ἀπεδείχθησαν ἄπιστοι καὶ δόλιοι, καθὼς ἐπεδόθησαν σὲ πράξεις δολιοφθορᾶς ἐναντίον μας, ἢ ἐπέρασαν στὶς τάξεις τῶν Ἑλλήνων…».
Ο στρατηγός Αλ. Εδιπίδης γράφει ότι «Τμήματα ἀλβανικά, ἄρτια συνεκροτημένα καὶ μὲ ὁμοιογενῆ στελέχη (αξιωματικοί και στρατιώτες Αλβανοί) ἐπολέμησαν στὶς 27 Νοεμβρίου στὸ Φράσερι πρὸς τὴν Κλεισούρα».
Ο πρεσβευτής Άδωνις Κύρου σημειώνει: «…Ὅταν, τέλος, ἐξεῤῥάγη ὁ Ἑλληνο-Ἰταλικὸς πόλεμος, συμμετέσχον εἰς αὐτὸν παρὰ τὸ πλευρὸν τῶνἸταλῶν, μὲ ἐνθουσιασμὸν καὶ ἀνθελληνικὴν λύσσαν, ἄπειροι Ἀλβανοὶ -ἐνᾦ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἐσκέφθη νὰ προσδράμῃ εἰς βοηθείαν τοῦ νικηφόρου Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, καἶτοι, οὖτος, συμφώνως πρὸς τὴν ῥαδιοφωνικὴν διακήρυξιν τοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ, ἤρχετο πρὸς ἀποκατάστασιν τῆς ἀλβανικῆς ἐλευθερίας, ἀνεξαρτησίας καὶ ἀκεραιότητος…».
Όταν ο Ελληνικός Στρατός προήλαυνε εντός του αλβανικού εδάφους, τα περισσότερα σώματα στρατού των Αλβανών είχαν διαλυθεί, ενώ στα πρόσωπα των λιγοστών Αλβανών που εκινούντο στους δρόμους, ανάμεσα στους Ιταλούς, ζωγραφιζόταν άγριος θυμός εναντίον ενός στρατεύματος που το νόμιζαν παντοδύναμο και το έβλεπαν να οπισθοχωρεί μπροστά στις ελληνικές δυνάμεις.
Η Αγγλίδα ιστορικός Μ. Βίκερς τοποθετείται διαφορετικά: «…Η αλβανική κοινή γνώμη αρχικά πανηγύρισε για τον ελληνικό θρίαμβο, η στάση της όμως άλλαξε όταν η Αθήνα άρχισε να φανερώνει τις προθέσεις της να προσαρτήσει τη νότια Αλβανία…»(!!!).
Ενώ υπάρχουν όλα τα παραπάνω περί συμμετοχής των Αλβανών στον πόλεμο, οι Αλβανοί ιστορικοί, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, προσπάθησαν μεταπολεμικά να μας πείσουν ότι δεν συμμετείχαν με το μέρος των Ιταλών ή ότι συμμετείχαν λίγα τμήματα δια της βίας.
Συγκεκριμένα οι Αλβανοί ιστορικοί Σ. Πόλο και Α. Πούτο γράφουν σχετικά τα εξής: «Τα δύο αλβανικά τάγματα που στάλθηκαν με τη βία στον πόλεμο του 1940 αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Οι Ιταλοί τους έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην κεντρική Αλβανία. (….) Στην ελληνική κυβέρνηση η πορεία των γεγονότων φαινόταν πως έδινε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει τα παλαιά προσαρτιστικά σχέδια τους για τις περιοχές της Κόρτσας (σ.σ. Κορυτσάς) και του Γκιροκάστρ (σ.σ. Αργυρόκαστρου)».
Σε άλλο σημείο συνεχίζουν: «Το 1940 ήταν μοναδική ευκαιρία να ενωθεί με τον Ελληνικό Στρατό ο Αλβανικός». Έτσι εξηγείται η κατηγορηματική άρνηση του Ελληνικού Στρατηγείου στην πρόταση των Αλβανών αντιφασιστών πατριωτών να σχηματίσουν δύο τάγματα και να πολεμήσουν με την εθνική τους σημαία στο πλευρό των ελληνικών δυνάμεων εναντίον των Ιταλών εισβολέων!
Στην πραγματικότητα οι Αλβανοί έδειξαν πλήρη δυσπιστία και απροθυμία να συνεργασθούν με τον Ελληνικό Στρατό. Αντιθέτως συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς. Ο Ιταλός παρατηρητής Τζακομόνι βεβαίωσε κατηγορηματικά και με συγκεκριμένα στοιχεία, ενώπιον του Ανώτατου Ιταλικού Δικαστηρίου, τα εξής: «Καὶ οἱ Ἀλβανοὶ βοήθησαν παντοῦ καὶ πάντα τὸν Ἰταλικὸ Στρατό, χωρὶς νὰ σημειωθῇ πουθενὰ ὁποιοδήποτε ἐπεισόδιον.».
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.