Αὐτὸ ποὺ γνώριζα γιὰ τὰ μαθηματικὰ προβλήματα ἦταν πὼς ὅταν ξεκινήσῃς τὴν λύσι μίας ἀσκήσεως μὲ λάθος βάσεις, ὅποιαν διαδρομὴ κι ἐὰν ἀκολουθήσῃς, σὲ λᾶθος θὰ καταλήξῃς.
Ἐὰν γιὰ παράδειγμα ἔχω ἐμπρός μου μίαν οἰκοδομή, τῆς ὁποίας τὰ θεμέλια εἶναι στραβοστημένα, ἀλλὰ ἔχουν ἀρχίσῃ ἤδη οἱ ἐργασίες γιὰ τὸν πρῶτο, ἤ ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν δεύτερο ὄροφο, ὅσες πατέντες κι ἐὰν κάνω, τὰ θεμέλια εἶναι στραβὰ καὶ ἡ οἰκοδομὴ θὰ πέσῃ σίγουρα.
Δὲν ἴσιώνουν τὰ λάθη. Δὲν γίνεται νὰ ἰσιώσουν. Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ διορθώσουμε ἕνα λᾶθος κι ὄχι νὰ τὸ μεταφέρουμε, προσθέτοντάς του οὐσιαστικῶς ἐπὶ πλέον λάθη, ὀφείλουμε νὰ τὰ ἀναγνωρίσουμε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ σημεῖον ποὺ ἔγινε τὸ λᾶθος καὶ νὰ τὸ πιάσουμε ὅλο ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Ἔχουμε λοιπὸν σήμερα φθάσῃ στὸ σημεῖον νὰ συζητᾶμε γιὰ λάθη ἐπὶ λαθῶν, ὦ λάθη, γιὰ τὰ ὁποῖα ὅσοι εὐθύνονται συμπεριφέρονται μὲ ἕναν ἀπόλυτον ὠχαδελφισμό… Σὰν νὰ μὴν συνέβησαν.
Συνέχεια