Τὸ ἴδιον τῶν Ἑλλήνων στὸ πλέγμα τῆς ἀνθρωπίνου ἱστορίας.

Εἶναι ἤδη κάτι ἡμέρες, ποὺ ἐδιάβασα ἕνα ἄρθρο μιᾶς ἐξαιρέτου φίλης, ὅπου ἀναρωτᾶτο μήπως εἴμαστε ἔρμαια τῆς διχονοίας μας, αὐτῆς τῆς κατάρας, ἀπ’ ἀρχαιοτάτων -μας- χρόνων.

…Ἡ σχολαστικότης καὶ ἡ λεπτολογία εἶναι -λὲν- μέγα «ἐλάττωμα». Προσωπικά, δηλώνω πὼς εἶμαι, σφόδρα. Δὲν τὸ θεωρῶ μειονέκτημα. Ἔχω, θαῤῥῶ, δείξει στὴν ζωή μου τόση ὑποχωρητικότητα κι ἐπιείκεια, τόση κατανόησι κι ἀγάπη, κυρίως -βέβαια- σὲ συνεργάτες καὶ συναδέλφους, ποὺ δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ μοῦ καταλογίσῃ μηδὲ μιὰ στάλα στρυφνότητος καὶ κακίας. Παράλληλα, ὅμως, ἔχω -δυστυχῶς- διαπιστώσει πώς, δίχως χαλινάρι «βόσκει» κάποιος ὅλο καὶ πλατύτερα, ὅλο καὶ περισσότερο λίγο – λίγο, ὥσπου, δὲν σὲ ἀφήνει καθόλου ἀνέγγικτο χῶρο· οὔτε τὸν -ὁλότελα-  δικό σου. Ἔτσι, καταλήγω νά ‘πῶ πώς, ἡ ἐπίδειξις αὐστηρότητος εἶναι -μᾶλλον- μέγα εὐεργέτημα, σ’ ὅποιον τὴν ὑφίσταται. Συνέχεια