Εἶναι ἤδη κάτι ἡμέρες, ποὺ ἐδιάβασα ἕνα ἄρθρο μιᾶς ἐξαιρέτου φίλης, ὅπου ἀναρωτᾶτο μήπως εἴμαστε ἔρμαια τῆς διχονοίας μας, αὐτῆς τῆς κατάρας, ἀπ’ ἀρχαιοτάτων -μας- χρόνων.
…Ἡ σχολαστικότης καὶ ἡ λεπτολογία εἶναι -λὲν- μέγα «ἐλάττωμα». Προσωπικά, δηλώνω πὼς εἶμαι, σφόδρα. Δὲν τὸ θεωρῶ μειονέκτημα. Ἔχω, θαῤῥῶ, δείξει στὴν ζωή μου τόση ὑποχωρητικότητα κι ἐπιείκεια, τόση κατανόησι κι ἀγάπη, κυρίως -βέβαια- σὲ συνεργάτες καὶ συναδέλφους, ποὺ δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ μοῦ καταλογίσῃ μηδὲ μιὰ στάλα στρυφνότητος καὶ κακίας. Παράλληλα, ὅμως, ἔχω -δυστυχῶς- διαπιστώσει πώς, δίχως χαλινάρι «βόσκει» κάποιος ὅλο καὶ πλατύτερα, ὅλο καὶ περισσότερο λίγο – λίγο, ὥσπου, δὲν σὲ ἀφήνει καθόλου ἀνέγγικτο χῶρο· οὔτε τὸν -ὁλότελα- δικό σου. Ἔτσι, καταλήγω νά ‘πῶ πώς, ἡ ἐπίδειξις αὐστηρότητος εἶναι -μᾶλλον- μέγα εὐεργέτημα, σ’ ὅποιον τὴν ὑφίσταται. Συνέχεια