Τὸ ἴδιον τῶν Ἑλλήνων στὸ πλέγμα τῆς ἀνθρωπίνου ἱστορίας.

Εἶναι ἤδη κάτι ἡμέρες, ποὺ ἐδιάβασα ἕνα ἄρθρο μιᾶς ἐξαιρέτου φίλης, ὅπου ἀναρωτᾶτο μήπως εἴμαστε ἔρμαια τῆς διχονοίας μας, αὐτῆς τῆς κατάρας, ἀπ’ ἀρχαιοτάτων -μας- χρόνων.

…Ἡ σχολαστικότης καὶ ἡ λεπτολογία εἶναι -λὲν- μέγα «ἐλάττωμα». Προσωπικά, δηλώνω πὼς εἶμαι, σφόδρα. Δὲν τὸ θεωρῶ μειονέκτημα. Ἔχω, θαῤῥῶ, δείξει στὴν ζωή μου τόση ὑποχωρητικότητα κι ἐπιείκεια, τόση κατανόησι κι ἀγάπη, κυρίως -βέβαια- σὲ συνεργάτες καὶ συναδέλφους, ποὺ δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ μοῦ καταλογίσῃ μηδὲ μιὰ στάλα στρυφνότητος καὶ κακίας. Παράλληλα, ὅμως, ἔχω -δυστυχῶς- διαπιστώσει πώς, δίχως χαλινάρι «βόσκει» κάποιος ὅλο καὶ πλατύτερα, ὅλο καὶ περισσότερο λίγο – λίγο, ὥσπου, δὲν σὲ ἀφήνει καθόλου ἀνέγγικτο χῶρο· οὔτε τὸν -ὁλότελα-  δικό σου. Ἔτσι, καταλήγω νά ‘πῶ πώς, ἡ ἐπίδειξις αὐστηρότητος εἶναι -μᾶλλον- μέγα εὐεργέτημα, σ’ ὅποιον τὴν ὑφίσταται.

Ἂς πᾶμε -τώρα- στοὺς Ἕλληνες.

Οἱ Ἕλληνες, εὐτύχησαν -ἐλεήθησαν μιᾶς εὐλογημένης χώρας. Ἡ φυσική της ὑφὴ εὐνοεῖ τὴν ἀνάπτυξι ἀνθρώπων μὲ ἦθος, ἀρχές, ἀξίες καὶ χαρακτηριστικά, ποὺ ἔχουν -βέβαια- νὰ κάνουν μὲ τὴν ἰδιομορφία αὐτή, τῶν γεωγραφικῶν τους συντεταγμένων, ὅπως κι’ ἄλλων λαῶν -ἄλλωστε- μὲ τίς δικές τους.

Ἂς ἀναρωτηθοῦμε, …κι ἂς φανῇ -πρὸς στιγμὴ- ἄστοχο.

Ἦταν ποτὲ οἱ Ἕλληνες πολυπληθεῖς; Ὄχι. Γιὰ διαφόρους λόγους, ἦσαν σχετικά ὀλίγοι, ποὺ δὲν θὰ τοὺς ἀναλύσωμεν ἐδῶ.

Ἀντεμετώπισαν οἱ Ἕλληνες κινδύνους; Ἄλλο τίποτα! Ὅταν -ὅμως- ἀπειλεῖται ἡ ζωή σου εἴτε/καὶ ἡ περιουσία σου, ὀφείλεις νὰ γίνεσαι προσεκτικὸς ἀφ’ ἑνὸς κι’ ἀφ’ ἑτέρου, νὰ λαμβάνῃς τ’ ἀμυντικά σου -τοὐλάχιστον- μέτρα. Εἶναι αὐτονόητο καὶ πηγάζει ἀπ’ τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως, γιὰ ἐπιβίωσι καὶ μακρὰ διαιώνισι.

Εἶναι -πάντα- ὁ κίνδυνος φανερός; Ὄχι· ἀντίθετα, εἶναι -συχνὰ- ὕπουλος κι  ἐπιδιώκει νὰ σ’ αἰφνιδιάσῃ. Ἔτσι, λοιπόν, εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ ὑποψιάζεσαι γιὰ ν’ ἀνταπεξέλθῃς, ὅπως καὶ νὰ φυλαχθῇς· νὰ φυλάγεσαι, δηλαδή. Εἶναι ἄλλο πρᾶγμα νά εἶσαι ὑποψιασμένος κι’ ἄλλο πονηρός, πρέπει -πάντως- νὰ ἐπισημάνωμε. Τὸ «ξύπνιος» -ἢ ὄχι καὶ πόσο- ἔχει νὰ κάνῃ μὲ αὐτό. Βέβαια, στὸ βαθμὸ τῆς -τυχὸν- καχυποψίας ἔχει ἤδη περάσει σ’ ἀρνητικὸ ἐπίπεδο σίγουρα καὶ σὲ καταδυναστεύει.

Ἕνας ὑποψιασμένος, ποὺ εἶναι σ’ ἐγρήγορσι, δὲν ἀναπαύεται οὔτε κι’ εὐτυχεῖ, οὐσιαστικῶς. Ἔχει ἀνάγκη νὰ ἐφησυχάσῃ, νὰ αἰσθανθῇ -κάπως- μακάριος· συνεπῶς, μπαίνει ἡ ἀνάγκη της -ἐκ περιτροπῆς- ἐναλλαγῆς, εἴτε, ἡ διαρκῇς ἐπιλογὴ ὁρισμένων, νὰ ταχθοῦν στοὺς φύλακες ἢ νὰ μένουν μονίμως ἀμέριμνοι, μὲ τίς ἀνάλογες θυσίες.

Ὅταν ἀνάμεσα σὲ ὁμάδες ἀνθρώπων, τῆς ἰδίας κοινωνίας, ὑπάρχουν σημαντικὲς ποιοτικὲς διαφορές, στὴν ἐνασχόλησί των, στὶς ὑποχρεώσεις των καὶ τὰ ἀντίστοιχα δικαιώματά των, ἀναπτύσσονται καὶ προστριβές, οἱ ὁποῖες ἐκτὸς τῶν βασίμων -τυχὸν- αἰτίων, μπορεῖ ν’ ἀναμένονται καὶ χωρὶς αὐτά. Ἡ τάσις νὰ ὑπερτιμᾷ ἢ νὰ ὑποτιμᾶ κάποιος τὰ δικά του -θετικὰ καὶ ἀρνητικὰ- ἔναντι τῶν ἄλλων, εἶναι -θά ἔλεγες- σχεδὸν φυσιολογικὴ· αὐτὰ ζῇ κι ἔχει κοντύτερα καὶ τὰ βλέπῃ, ἔτσι κι’ ἀλλοιῶς. Ἔπειτα, τὸ ἄλλο, …ἂν ἐξαιρέσῃς τοὺς περιπλανωμένους νομάδες, οἱ μονίμως ἐγκατεστημένοι εἶναι μᾶλλον εὐλογημένο ν’ ἁπλώνονται, σ’ ἐλευθέρους χώρους. Βέβαια, ἀναλόγως καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ τοὺς διακατέχει, ἐπιτρέπουν ἢ ὄχι -καὶ σ’ ἕναν βαθμὸ- νὰ ἐποφθαλμιοῦν ἄλλους καὶ νὰ μετέρχονται μέσα, ὄχι πάντα ὀρθόδοξα κι’ ἀποδεκτὰ ὡς δίκαια ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

Ἡ κοινὴ θεώρησις, τὸ κοινὸ ὄφελος καὶ ἡ ταὐτότης τῶν συναισθημάτων, τρέφει τὴν ὁμόνοια ἐνῶ τὰ ἰδιαίτερα τὴν διχόνοια, προφανῶς. Ὁμοίως, ἡ διαφορετικὴ ἀντίληψις καὶ ἐκτίμησις τῶν πραγμάτων.

Ὅπου κι ἂν ζῇ ὁ ἄνθρωπος, ἀπ’ τὸν παράδεισο ὡς τὴν κόλασι, ἐν ὅσῳ εἶναι νοήμων, εἶναι θεμιτὸ νὰ ἐπιθυμῇ τὸ καλλίτερο. Εἶναι ζητούμενο -γενικὰ- τῆς προόδου του. Ἐξ αἰτίας διαφόρων παραγόντων, οἱ ἄνθρωποι εἶναι μεταξύ των διαφορετικοί. Οἱ ἱκανότητες καὶ οἱ ἀδυναμίες κατηγοριοποιοῦνται καὶ διαβαθμίζονται, ἀναλόγως τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ἀναγκῶν, ὅπως καὶ τὴν ἀνταπόκρισι σ’ αὐτές, καθὼς καὶ τὴν ἀναγνώρισί τους, αὐτῶν, τῶν ἄλλων -δηλαδὴ- τῆς ὁμηγύρως.

Ἡ φιλοδοξία τώρα -ὡς ἕνα βαθμὸ- εἶναι θετικὴ καὶ κινητήρια. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ διάκρισις ἀπ’ τὸ πλῆθος. Αὐτὸ ἐνδέχεται νὰ γεννᾷ, ἀπὸ παθητικὴ ἀντιζηλία ἕως ἐνεργητικὸ φθόνο. Ἐκεῖνο, πρέπει νά ‘ποῦμε, ποὺ ἐπιστεγάζει -ὡς τὸ ἄριστο δυνατό, αὐτῆς τῆς φθορᾶς καὶ  ὀπισθοδρομήσεως- εἶναι ὁ συναγωνισμός, στὰ πλαίσια τῆς εὐγενοῦς ἀμίλλης. Ποτὲ ὁ ἀνταγωνισμός, ὁ ὁποῖος διαφέρει παρασάγγας.

Ἡ Ἑλλάδα, μὲ τὴν ἰδιομορφία της καὶ τὸ κλίμα της, προσφέρεται ὅσο λίγοι τόποι… ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ -ἐκ τοῦ μὴ ὄντος- κοινωνίες ζωντανές. Σὲ προσκαλεῖ καὶ σὲ προκαλεῖ νὰ τὴν ζήσῃς, δίδοντάς σου χαρὲς καὶ ἐλλείψεις μαζύ, ποὺ σοῦ γεννοῦν ἰδέες· καὶ οἱ ἰδέες -μὲ τὴ σειρά τους- ἰδανικά. Τὸ πόσο τὰ ἐνστερνίζεσαι σ’ ἔντασι καὶ διάρκεια, ἐκτὸς ἀπ’ τὴν παράδοσι, ποὺ παίζει τὸν σημαντικότερο ῥόλο, ἔχει νὰ κάνῃ καὶ μὲ τὴν ἡλικιακὴ πρόοδο καὶ μὲ τὴν ἱκανοποίησι -ἢ ἀπογοήτευσι- καὶ μὲ τὴν ἐποχιακὴ συγκυρία, εἴτε συμπτωματικὴ εἴτε μεθοδευμένη.

Σὲ σχέσι μὲ τὰ προηγούμενα, νὰ συμπληρώσωμε πώς, ἐμφιλοχωροῦν κι’ εὐδοκιμοῦν σ’ ἕνα ζωντανὸ κοινωνικὸ κύτταρο, μιᾶς μεγάλης κλίμακος -σὲ ποικιλία κι’ ἔντασι- ἰδιώματα, ὅπως -τυχὸν- ἡ ὑπεροψία, σὰν ἀπόῤῥοια ματαιοδοξίας, καθώς, ὅπως καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη στὴν ἀντίπερα ὄχθη.

Ἡ ψυχὴ εἶναι μιὰ ἄβυσσος λέν, γιὰ νὰ τονίσουν τὴν ἀπεραντοσύνη της χωρητικότητός της.

Τὸ δὲ χάος δὲν εἶναι -βέβαια- ἀρνητικὴ ἔννοια. Εἶναι τὸ μέγα καὶ ἄγνωστον. Ἡ προσέγγισίς του εἶναι ἀνάλογος τῆς ἑκάστοτε  ὀπτικῆς. Ἡ διαδρομή, στὸ βαθμὸ ποὺ δὲν εἶναι τυχαία, ἔχει σημασία νὰ κατευθύνεται ὅσο γίνεται θετικοτέρα. Μά, εἶναι ἐπακόλουθο -ἐν ὅσῳ οἱ ἄνθρωποι διαφέρουν- νὰ προηγοῦνται ἢ νὰ ὑστεροῦν· νὰ προθυμοποιοῦνται νὰ ἀκολουθήσουν ἢ νὰ ἀντιστρατεύονται τὴν πορεία ἢ καὶ τὴν ταχύτητα διελεύσεώς της. Στὴν πορεία αὐτὴ σταχυολογῶνται ἀρετὲς καὶ ἐλαττώματα, ὅπως προαναφέρθη. Ἡ καλλιέργεια τῶν πρώτων καὶ ἡ κακουργία τῶν δευτέρων, εἶναι σ’ ἕναν ἀέναο ἀγῶνα ἀντιμαχομένων. Τὸ καλὸ προχωρεῖ -προδήλως- λόγῳ κανόνος.

Οἱ κοινωνίες πάσχουν καὶ ἐξελίσσονται. Οἱ βίαιες ἀλλαγές -ἂν δὲν προέλθουν ἀπὸ φυσικὰ φαινόμενα- ὀφείλονται σ’ ἀπότομες προσμίξεις ἀνομοιογενῶν -μεταξύ των- κοινωνιῶν. Ἡ περιορισμένη, ἡπία, σταδιακὴ ἀνάμιξις, συμπαρασύρει ἐκείνη ποὺ ὑστερεῖ στὴν πρόοδο· ἐνῶ, ἡ βιαία, καταστρέφει -σ’ ἕνα βαθμὸ- ὅ,τι ἔχει ἤδη ἐπιτευχθεῖ στὴν προκεχωρημένη. Πέραν ἀπὸ τὴν εὐγενῆ ἄμμιλα, στὸ πάνθεον τῶν ἀρετῶν, μεσουρανεῖ καὶ ἡ φιλοτιμία· τὸ φιλότιμο. Δὲν ἔχει -θαῤῥῶ- ἀνώτερο σκαλὶ στὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν, …κι’ αὐτό, δὲν ἀπαιτεῖ κατ’ ἀνάγκη τόσο προκεχωρημένο νοῦ, ὅσο ἡμερωμένη ψυχή. Βέβαια, γαληνεμένη ψυχὴ ὁδηγεῖ καὶ σὲ ἀφυπνισμένο νοῦ, μόνο ποὺ στενεύει καὶ τὴν ὀπτική του, σὲ ὅλο καὶ πιὸ συγκεκριμένη κατεύθυνσι, ἐὰν δὲν προσεχθῇ αὐτὴ ἡ δυναμικὴ τάσις.

Ὅλα αὐτά, μοιραῖα, ξεδιπλώνουν ἀνωτερότητες καὶ κατωτερότητες, γενικὲς καὶ εἰδικές, ἔντονες ἢ ὄχι, συνειδητοποιημένες καὶ μή.

Ἡ ζωντανὴ κοινωνία εὑρίσκεται διαρκῶς σὲ μιὰ πλάστιγγα. Ἡ χώρα καὶ τὸ ἔθνος εἶναι ἐπίσης ζωντανὲς ὑπαρκτὲς ὀντότητες, πού -ἀδιαλείπτως- της κάνουν νεύματα. Ταὐτοχρόνως, τὴν ποτίζουν νάματα. Ἐκείνη, ἡ κοινωνία, τὰ διατηρεῖ, τ’ ἀξιοποιεῖ κι’ ὀφείλει νὰ τὰ κρατᾷ καθαρά.

Ἡ Ἑλλάδα, ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκεται στὴν γήινο σφαῖρα, …κι’ ὅπως εἶναι γεωλογικὰ διεμορφωμένη, ἐγύμνασε κορμιά, ἐπλάτυνε ψυχὲς καὶ’ ὄξυνε πνεύματα. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος της καὶ ὁ προορισμός της. Τὰ κορμιά της, εἶναι κομμάτι της. Τὰ πνεύματά της, ἡ αὔρα της. Κι’ αὐτὰ τὰ δυό, ἔχουν σύνδεσμο τίς ψυχές της· ἐκεῖνες τίς ψυχές, ποὺ ἀντλοῦν ἀπ’ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου της, ἀπὸ τοὺς ἀέρηδες τῶν βουνῶν καὶ τῶν νησιῶν της, μὲ τὰ μύρια βότανά τους, καθὼς καὶ ἀπὸ τὸ «ἐμβόλιο» τῶν θαλασσῶν της.

Θέλει τὸ κρύο του βοῤῥέως καὶ τὴν ζέστη τοῦ νότου, ὡς  ἕναν -ὅμως-  βαθμό.

Θέλει τὰ ψήγματα τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως, μὰ εἶναι τὸ πλατὺ μέστωμα τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύκτας, ποὺ εἶναι ἰδικό της καὶ τῆς ἀνήκει· …καὶ ὀφείλει νὰ τὸ ἔχῃ ἐς ἀεὶ καὶ νὰ τὸ χαίρεται.

Ἡ Ἑλλάδα τά ἔχει ὅλα, ἐπάνω -κάτω, πέρα -δῶθε, γιατί εἶναι καὶ θὰ μείνῃ -πάντα- ζωντανή

-:-

Μιχάλης Πυρουνάκης

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply