Θαρρῶ πῶς τὸν εἶδα·
γυρνοβολοῦσε εἰς τῶν ματιῶν σου τὸ χρῶμα,
ποὺ ἀπὸ φθινοπωρινὴ σιγαλιὰ ἦταν μεγαλωμένα,
μιᾶς νὰ χορεύῃ γύρω ἀπὸ φωτιὰ
Βάραινε στὰ χέρια του
ὁ θάνατος
καὶ τὰ κορμιά κείτονταν,
δὲν εἶχαν ἄλλη ζωὴ
νὰ δώσουν
Κάποιες μάννες θὰ ραγίσουν
«ὅλοι ἔχουν μάννες
Συνέχεια
Στὴν πέτρα σκάλισα τὸν ἥλιο
καὶ ὄρθωσα βουνὰ
στὸ κύμα τοῦ πελάγου
καὶ τὸ ἀγέρι χτύπαε
τὴν ἀγριόμορφη τὴ γῆ·
καὶ ἄφησα τὰ πλάγια δασωμένα
νὰ πάλλονται καὶ
νὰ λυγιοῦνται ἀνέμελα
καὶ τὶς κορφὲς τὶς γύμνωσα Συνέχεια
Αὐτὲς τὶς στιγμὲς τὶς ἀβάσταγες
ἀγάπα, ἀγάπα ἀκόμα περισσότερο
γιατὶ μόνο ἔτσι
θὰ κάνῃς τὸ ἀντιμέτρημα
μὲ τὸ παράλογο, νικηφόρο· Συνέχεια