Πάει καιρός ποὺ παρατήσαμε νωπὴ τὴν λάσπη ἐσύ, τὸ μυστρὶ ἐγώ, τὶς σκαλωσιὲς οἱ ἄλλοι μας φίλοι.
Ἐβγήκαμε ζωντανοὶ ἀπὸ τὸν σεισμὸ καὶ κυττάξαμε μὲ δέος, πίσω τὰ κομμένα γεφύρια καὶ τὰ ἐρείπια. Τὰ σπίτια ἔπεσαν, λὲς καὶ ἦσαν ξερολιθιές. Κατέῤῤευσαν τὰ τείχη σὰν χάρτινα. Ἐμείναμε σὲ σκηνὲς μέσα στὴν βροχὴ καὶ στὸ κρύο.
«Καλλίτερα ἔτσι», μοῦ εἶπες.
«Θὰ κτίσουμε τὴν πόλι μας μὲ μοντέρνα σχέδια».
Συνέχεια