Εἶναι εὔκολο νὰ ἐλπίζω…

Εἶναι εὔκολο νὰ ἐλπίζῳ...Καὶ δύσκολο νὰ συνειδητοποιῶ πὼς ὅσα ἔχω εἶναι αὐτὰ ποὺ ἐκέρδισα μόνος μου.
Κι ἀκόμη πιὸ δύσκολο νὰ ἀντιλαμβάνομαι πὼς οἱ ἐλπίδες, τὰ εὐχολόγια καὶ οἱ ἐπιθυμίες, ἐὰν δὲν «παντρευθοῦν» μὲ ἕνα ἰσχυρὸ «θέλω» οὐδέποτε θὰ γίνουν πραγματικότης.
Τὸ «θέλω» ὅμως αὐτὸ ἐκ τῶν πραγμάτων διαχωρίζει τὴν ζωὴ ἀπὸ τὸν θάνατο. Συνέχεια

Διεβαθμισμένες ἐλπίδες…

Ἤ διαφορετικῶς, διαχειρίσιμες ἐλπίδες…

Οἱ ἐλπίδες, ὅταν μοιράζονται σὲ κοινωνίες, ποὺ ἤδη ἐλέγχονται καὶ καθοδηγοῦνται πολὺ προσεκτικά, εἶναι τοὐλάχιστον ἐπικίνδυνες καὶ γενοκτονικές, διότι καθιστοῦν τὰ μέλη τῶν κοινωνιῶν ἀδρανῆ καὶ ἀνίκανα νὰ ἀντιδράσουν στὴν ἐμφάνισιν τῶν ὁποίων κινδύνων. Οὐσιαστικῶς ἀδυνατοῦν αὐτὰ τὰ ἄτομα νὰ ἐντοπίσουν καὶ νὰ ἀναγνωρίσουν τοὺς κινδύνους, διότι οἱ κίνδυνοι παραμένουν συγκεκαλημμένοι, πίσω ἀπὸ προπαγάνδες, πολλῶν εἰδῶν ἐλπίδες καὶ ὁπωσδήποτε μπόλικη ἀχλή…
Φυσικὰ οἱ πραγματικοὶ κίνδυνοι ὄχι μόνον δὲν μειώνοντα, ἀλλὰ ὅταν ἐμφανίζονται εἶναι τοὐλάχιστον καταστροφικοί. Συνέχεια

«Ἔλα νὰ μάθῃς τὶ ζωὴ περνῶ…»

Άνθρωποι χωρίς πρόσωπο και με απολεσθείσα την αξιοπρέπεια διαγκωνίζονταν σαν τα σκυλιά για μια σακούλα πορτοκάλια, για ένα λάχανο. Ποιος τους παραμόρφωσε την όψη και τη ζωή; Δεν ξέρουν. Καταριούνται εν γένει. Ενώ οι πολιτιστικές συνθήκες που κρατούσαν δεμένο το κτήνος μέσα τους έχουν σπάσει προ πολλού.

Λάθος, δεν τραγουδούν το «Έλα να μάθεις στη πλατεία Βάθης, έλα να μάθεις τι ζωή περνώ». Δεν έχουν που να απευθυνθούν. Παραληρούν και το λήρημά τους έχει στόχο το γαλάζιο μάρμαρο, που βρίσκεται πάνω από τα κεφάλια τους. Βλέπουν μόνο μέχρι το διπλανό τους. Αυτός είναι ο άμεσος εχθρός. Αυτός διεκδικεί τη σακούλα με τις ντομάτες. Η εξαθλίωση είναι πλήρης.

Συνέχεια

Μὴ μοῦ χαλᾶς τὸ ὄνειρο!

 

Κύττα…
Ἔχω στριμωχθεῖ ἄσκημα…
Ἔχω ζορισθεῖ.
Ἔχω ἀπελπισθεῖ.
Ἐδῶ καὶ λίγον καιρὸ ὅμως ἔχω ἀρχίσει καὶ ξανὰ εὐρίσκω τὴν ἐλπίδα…
Δὲν πειράζει… Κουτσή, στραβή, ζαβή… Ἀλλὰ ἐλπίδα…

Συνέχεια

Εὐτυχῶς ποὺ ἐλπίζουμε…

Ἐὰν δὲν ἀδράξουμε τὴν ἡμέρα, οὐδὲ μία ἡμέρα θὰ μᾶς χαρισθῇ!

Διότι διαφορετικῶς οἱ αὐτοκτονίες δὲν θὰ ἦταν μόνον 3.000 ἀλλὰ 1.003.000! Ἴσως καὶ περισσότερες…

Πέρασα λοιπὸν ἀπὸ τὸ μαγαζὶ τοῦ φίλου μου τοῦ Γιώργου. Μαζύ του καὶ ἡ σύντροφός του… Ἀγκαλιασθήκαμε, φιληθήκαμε… Χαρήκαμε ποὺ εὑρέθημεν…
Ἄρχισα τὶς ἐρωτήσεις… «Πῶς περνᾶτε; Πῶς πάει ἡ δουλειά; Πῶς βλέπετε τά πράγματα;…»

Συνέχεια