Ἡ δικτατορία τῆς ἰσότητος.

Πρὸ μερικῶν ἐτῶν διάβασα τὸ παρακάτω ἄρθρον στὸν Δαυλό. (Μπρρρ… Μὴ τρομάζετε… Δὲν ἔφερα μαζὺ μὲ τὸ ἄρθρον τὶς μάγισσες, τοὺς βεελζεβούληδες καὶ τοὺς σατανᾶδες… Μόνον λίγες σκέψεις πρὸς προβηματισμόν… Γιὰ ὅσους….)
Τότε μὲ ἀπησχόλησε ἰδιαιτέρως καὶ θὰ ἔλεγα πὼς μᾶλλον ἐπέδρασε ἐπάνω μου τόσο καταλυτικά, ποὺ κατέληξα νὰ ἀλλάξω πολλὲς «γραμμὲς πλεύσεως». 
Ἡ λέξις ἰσότης, κάτι ἀνύπαρκτον στὴν φύσιν, (μόνον στὰ διανύσματα μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ ἰσότητες, δῆλα δὴ κάτι ἐν τελῶς ὑποθετικόν!)  εἶναι μία στρεβλὴ ἄποψις τῆς ἀνάγκης μας γιὰ δίκαιον καὶ ἀξιοκρατία. 
Δῆλα δή, πασκίζοντας νὰ ἐξισώσουμε τὰ πάντα, καταλήγουμε νὰ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὰ ἰδιαίτερα ταλέντα κάποιου, γιὰ τὶς ἰδιαέτερες ἱκανότητες καθῶς καὶ γιὰ τὴν διαφορετικότητάν του.
Ἔτσι, ἕνα παιδὶ εὐφυές, ὀφείλει νὰ μειώσῃ τὶς ταχύτητες τῆς σκέψεώς του, πρὸ κειμένου τὸ λιγότερον εὐφυές, ἤ ἀκόμη καὶ τὸ ἠλίθιον, νὰ ἐξομοιωθῇ μαζύ του!

Κι ἀν τὶ ὥς κοινωνία νὰ στεκόμαστε ἀρωγοὶ στὴν ἰδαιτέραν εὐφυΐα, ἐμεῖς τὴν καταπιέζουμε, τὴν διώκουμε καὶ τελικῶς τὴν ἀφανίζουμε. Διότι πῶς θά καταφέρῃ ἕνα παιδί πού σκέφτεται, ἀλλά τό ὑπεχρέωσαν στήν ἀσκεψία, νά ἐπαναφέρῃ τήν ἱκανότητάν του σέ πλήρη λειτουργία; Δέν θά εἶναι κατά πολύ μειωμένη; Ἴσως καί ἀνύπαρκτος μετά ἀπό μερικά χρόνια;

Τελικῶς, γιὰ νὰ μὴν αἰσθάνονται ἄσχημα οἱ λιγότερο ἔξυπνοι, οἱ βλᾶκες καὶ οἱ ἠλίθιοι, ἔχουμε καταφέρει νὰ ἀφανίσουμε τὴν πραγματικὴ νοημοσύνη ἀπὸ τὸν πλανήτη. Ἀλλοίμονο σὲ κάποιον ποὺ δύναται νὰ ξεχωρίσῃ… Ἀλλοίμονο…
Κατεκάη…

Δὲν θὰ σᾶς κουράσω περισσότερο. Τὸ ἄρθρον εἶναι ἀρκετὰ μεγάλο, ἀλλὰ πάρα πολὺ ἐνδιαφέρον. 
Εὐχαριστῶ ἰδιαιτέρως τὸν Γιῶργο  ποὺ μοῦ τὸ ὑπενθύμισε.

Φιλονόη.

Υ.Γ. Διεμαρτυρήθη κάποιος γιά τά άποτελέσματα τῶν ἐκλογῶν; Δὲν ἄκουσα…..

Ὁ Προκρούστης καὶ  ἡ θεὰ Δίκη (Ἰσότης -Δικαιοσύνη)

Ἡ ἔννοια τῆς ἰσότητος δὲν ἐχει «ἀντίκρυσμά» στὴ Φύσι. Δὲν ύπάρχει κανένα εἶδος ζώων ποὺ τὰ ἄτομά του νὰ παρουσιάζουν μεταξύ τους ἴσο σωματικὸ μέγεθος, ἶσες πνευματικὲς δυνάμεις, ἶσες φυσικὲς δυνάμεις, ἴση διάρκεια ζωῆς, ἴση γονιμότητα, ἴση δραστηριότητα κλπ. Ἀντίθετα ἢ ἀνισότητα κυριαρχεῖ παντοῦ στὴ Φύση. Διαφορὰ στὸ σῶμα, στὴν εὐφυΐα, στὴ δύναμι, στὸν χρόνο ζωῆς, στὴν Ἱκανότητα ἀναπαραγωγῆς, στὴν δράσι. Διαφορὰ μεταξὺ εἰδῶν, διαφορὰ μεταξὺ ἀτόμων του αὐτοῦ εἴδους, διαφορὰ μεταξὺ φύλων, διαφορὰ μεταξὺ ἡλικιῶν, διαφορὰ μεταξὺ ὁμάδων, διαφορὰ μεταξὺ μελῶν τῆς ἰδίας ὁμάδος. Ἡ Μητέρα Φύσις,  ὁ Κοσμογονικὸς Νόμος, ἀρνεῖται νὰ ἰσοπεδώσῃ τὰ παιδιὰ του καὶ ἐπιμένει νὰ τοὺς μοιράζῃ ἄνισα τὶς Ἱκανότητες καὶ δυνατότητες.

Ἀντιθέτως, ἡ ἰδέα τῆς δικαιοσύνης εἶναι διάχυτος σ’ ὀλη τὴ Φύσι, ἀποτελεῖ νόμο τῆς Φύσεως. Ὅ ἱκανὸς ἐπιβάλλεται τοῦ ἀνικάνου. Ὁ δραστήριος τοῦ νωθροῦ. Ὁ εὐφυὴς τοῦ βλακός. Ὁ ἰσχυρός τοῦ ἀσθενοῦς. Ὁὑγιὴς τοῦ ἄῤῥωστου. Ἡ Φύσις ἀπαγορεύει τὴν ἀναξιοκρατία, ἐπιτρέπει τὴν ἐπιβολὴ τῶν ἀχρήστων ἐπὶ τῶν ἀξίων, τῶν ἀσημάντων ἐπὶ τῶν ἐξόχων, τῶν ἀτελῶν ἐπὶ τῶν ἀνεπτυγμένων. Ἡ Φύσις ἀποτρέπει τὴν ἀδικία καὶ ἐπιβάλλοντας ὑποχρεωτικὰ τὸν ἀνταγώνισμό μεταξὺ τῶν ὄντων, συνάγει τὴν ἀδέκαστο κρίσι  της ἀπονέμοντας ὅ,τι ἀναλογεῖ ἐπὶ δικαίους καὶ ὅ,τι ἀναλογεῖ ἐπὶ ἄδικους.

Ἢ ἔννοια τῆς ἰσότητος εἶναι ἀπολύτως ἀσυμβίβαστος πρὸς τὴν ἰδέα τῆς δικαιοσύνης. Καὶ ἀντιστρόφως. Ὅπου ὑπάρχει δικαιοσύνη δὲν ὑπάρχει ἰσότης. Καὶ ὅπου ὑπάρχει ‘Ἰσότης δὲν ὑπάρχει δικαιοσύνη. Δὲν νοεῖται συνύπαρξις τῶν δύο αὐτῶν ἐννοιών. Ἢ μία καταργεῖ, ἀνατρέπει τὴν ἄλλη. Ὅταν κυριαρχῇ ἡ δικαιοσύνη, οἱ φυσικὰ καὶ ἠθικὰ κατώτεροι ὁδηγοῦνται ἀπὸ τοὺς φυσικὰ καὶ ἠθικὰ ἀνωτέρος, ἡ μοῖρα τῶν πρώτων καθορίζεται ἀπὸ τοὺς δευτέρους, κάθε ἔξίσωσις μεταξύ τους εἶναι ἀδιανόητος καὶ ἀνεπίτρεπτος, ἡ ἐξομοίωσις συνεπάγεται τὴν ἀδικία. Καὶ ὅταν κυριαρχῇ ἡ ἰσότης, δὲν ὑπάρχει διάκρισις μεταξὺ δικαίων καὶ ἀδίκωβ, ὁ ῥόλος τῶν ἤθικὰ καὶ φυσικὰ κατωτέρων εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν ῥόλο τῶν ἀνωτέρων, ἡ μοίρα τῶν ἐξόχων, τῶν ἀξίων, τῶν τιμίων, τ[νω ἐκλεκτῶν εἶναι κοινὴ μὲ τὴ μοῖρα τῶν ἀναξίων, τῶν ἀτίμων, τῶν ἀσημάντων.

Ἢ ἔννοια τῆς ἰσότητος δὲν εἶναι ἰδέα, δηλαδὴ ἀπόλυτος ὀντότης, καὶ δὲν παίρνει ὑπ’ ὄψιν της ποιοτικὲς ἔννοιες, ὅπως τοῦ ἤθους, τοῦ ἀτόμου κλπ. Στηρίζεται στὴν ἄριθμητικὴ ἐξομοίωσι τῶν ἀτόμων, στὴν μετατροπή τους σὲ «μονάδες» ἀπολύτως ἴσες καὶ ὅμοιες μεταξύ τους. Καταργεῖ τὴν αὐτοδυναμία καὶ αὐτοτέλεια τῶν ἀτόμων. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ τεχτητὴ κατάστασι τὴν ὅποια καθορίζει τὸ ποσόν, ὀχι τὸ ποιόν καὶ ἢ ἀξία. Στὴν τεχνητὴ κατάστασι τῆς ἰσότητος ἡ συνείδησις τοῦ ἀτόμου εἶναι ἀνύπαρκτος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἰσότης εἶναι ποιοτικὰ οὐδετέρα δογματικὴ ἀρχή, κανόνας ποὺ ἐκμηδενίζει αὐθαιερέτως τὴν ἔννοια τῆς ἀξίας καὶ θεσμοθετεῖ τὴν τεχνητὴ ἔννοια τοῦ ἀριθμοῦ τῆς πλειοψηφίας.

Ἢ δικαιοσύνη, ἀντίθετα, ἀδιαφορεῖ τελείως γιὰ τὸ ποσὸν καὶ συναρτᾶται τελείως πρὸς τὸ ποιόν, δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν ἄριθμό, τὴν πλειοψηφία, ἄλλὰ γιὰ τὴν ποιότητα, τὴν ἀξία. Κύρια προϋπόθεσις τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἡ αὐτοτέλεια, ἡ αὐτοδυναμία τοῦ ἄτόμου, καὶ ἑπομένως ἢ ἠθική του συνείδησις. Τὸ σύνολο —δηλαδὴ ὁ ἄριθμὸς— δὲν παίζει κανένα ῥόλο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἢ δικαιοσύνη δὲν εἶναι κανόνας, δὲν εἶναι τεχνητὰ καθορισμένο μέτρο,ἀλλὰ ἤθικό -πνευματικὴ ὁντότητά, μ’ ἄλλα λόγια ἰδέα.

Ἔξ ἄλλου ἡ ἔννοια τῆς ἰσότητος εἶναι ἀπολτύτως ἀσυμβίβαστος πρὸς τήν ‘Ἐλευθερία. Μὲ τὴν ἰσότητα καθορίζεται συμβατικὰ ἕνα μέτρο κοινὸ γιὰ ὁλους, μὲ τὸ ὅποιο πρέπει νὰ ἰσωθοῦν ὅλοι, ἀνεξαρτήτως  ἀπὸ τὶς φυσικὲς «διαστάσεις» τοῦ κάθε ἑνός. Πρέπει δηλαδὴ ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὸ κοινὸ μέτρο τῆς Ἰσότητος νὰ «συμπτυχθῇ» καὶ ὁ μικρότερος νὰ «τεντωθῇ», γιὰ νὰ τὸ φθάσουν. Ἀλλὰ ὅταν ἐγὼ πρέπει νὰ γίνω ὅσο ἔσὺ καὶ ὅταν ἐσὺ πρέπει νὰ γίνῃς ὅσο ἐγώ, χάνουμε καὶ οἱ δύο τὸν ἑαυτό μας. Μ’ ἄλλα λόγια πρέπει νὰ θυσιασθῇ ἡ αὐτοτέλεια τοῦ ἀτόμου —καὶ συνεπῶς πρέπει νὰ καταστραφοῦν οἱ προϋποθέσεις ἐλευθερώσεώς του— στὸ βωμὸ ἑνὸς αὐθαιρέτως καὶ προκεκαθορισμένου μέτρου, ξένου πρὸς τὴ φύσιν του, πρέπει τὸ ἄτομο νὰ ἀπαρνηθῇ τὶς φυσικές του ἰδιότητες καὶ δυνατότητες καὶ νὰ εὐθυγραιμμισθῇ μὲ τίς ἰδιότητες καὶ τίς δυνατότητες ἑνὸς κανόνος ποὺ ἄλλοι, ὄχι αὐτός, καθορίζουν —καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὑποβάλλεται σὲ τεχνητὸ ἐξαναγκασμό. Ἀλλὰ ὁ ἐξαναγκασμὸς ἀκριβὼς ἀποτελεῖ τὸ στοιχεῖο ἀποτροπῆς τῆς ἐλευθερώσεως, ἀτομικῆς, πολιτικῆς, κοινωνικοοικονομικῆς καὶ ἠθικῆς.

Ἀντιθέτως, ἡ δικαιοσύνη ἀποτελεῖ προϋπόθεσι τῆς ἐλευθερώσεως, ὅπως καὶ ἡ ἐλευθέρωσις ἀποτελεῖ προϋπόθεσι τῆς δικαιοσύνης. Τὸ ἄτομο δὲν ὑπόκειται σὲ ἰσοπέδωσι, οἱ ἰδιότητες, δυνατότητες καὶ «διαστάσεις» του ἀναπτύσσονται καὶ ὁλοκληρώνονταί φυσικά, χωρὶς περιορισμούς, χωρὶς ἐξαναγκασμό. Ὁ ἄνθρωπος μέσῳ τῆς δικαιοσύνης ἐναρμονίζεται πρὸς τὸν Κοσμογονικὸ Νόμο. Ὁ μεγάλος, ὁ αὐτοδύναμος καὶ αὐτοτελής, δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὶς διαστάσεις τοῦ μικροῦ, καὶ ὁ μικρὸς δὲν ἐξαναγκάζεται νὰ ἰσωθῇ μὲ τίς διαστάσεις τοῦ μεγάλου. Καὶ οἱ δύο ὑπάρχουν, ὅπως ἡ Μητέρα Φύσις τὸ θέλησε, καὶ ὀχι ὅπως ἐξαναγκαστικοὶ παράγοντες ὁρίζουν. Καὶ εἶναι ἐλεύθεροι νὰ ἀναπτύξουν τὶς πνευματικὲς καὶ φυσικὲς δυνατότητες καὶ «διαστάσεις» τους χωρὶς κανένα ἀνθρώπινο περιορισμό. Ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἐγνυητὴς τῆς ἀτομικής, πολιτικῆς, κοινωνικοοικονομικῆς καὶ ἠθικῆς ἐλευθερώσεώς.

Τέλος, ἡ ἄρχὴ τῆς Ἰσότητος εἶναι συμβίβαστη πρὸς τὴν προοδο καὶ τὴν ἐξέλιξι. Μὲ τὴν ἰσοπέδωσι τῶν ἀτόμων οἡ ἠθικῶς καὶ φυσικῶς Ἰσχυροί, ποὺ μποροῦν νὰ εἶναι οἱ «μπροστάρηδες» τῶν ἄλλων καὶ νὰ τεθοῦν ἐπὶ κεφαλῆς τῆς κινήσεως, ὠθῶντας καὶ τοὺς ἄλλους πρὸς νέες κατακτήσεις, εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ βραδυπορήσουν, γιὰ νὰ εὐθυγραμμισθοῦν μὲ τοὺς ἠθικῶς καὶ φυσικῶς ἀδυνάτους, νὰ συγχρονίσουν τὸ βῆμα τους μ’ αὐτούς. Τὴν κίνησι τοῦ συνόλου ἐπηρεάζει καὶ καθορίζει ὁ «μέσος ὅρος», ὄχι ἡ ἀξιότης. Ὁ μέσος ὅρος ἀντιπροσωπεύει τὸ μηδέν, καὶ ἐπομένώς ἡ ταχύτης τῆς κινήσεως δὲν εἶναι οὔτε Ἀρνητικὴ (ὀπισθοδρόμησις), ἀλλὰ οὔτε καὶ θετικὴ (πρόοδος), εἶναι μηδαμινή —δηλαδὴ στασιμότης. Ἐτσι τὰ σύνολα χάνουν τὸν δυναμισμό τους καὶ μεταβάλλονται σὲ στατικοὺς ὀργανισμούς, σὲ κατεστημένα.

Ἀντιθέτως ἡ θετικὴ κίνησς, δηλαδὴ ἡ πρόοδος, προϋποθέτει τὴν δικαιοσύνη. Ὅταν χάριν στὴ δικαιοσύνη τὴν κίνησθ τοῦ συνόλου καθορίζῃ ἡ ἀξιότης, ὁ ῥυθμὸς εἶναι ἐπάνω ἀπὸ τὸν «μέσο ὅρο», ἐπάνω ἀπὸ τὸ μηδέν. Ἡ συνολικὴ κίνησις δηλαδὴ εἶναι Θετική, εἶναι μετατόπισις πρὸς τὰ ἐμπρός, -εἶναι πρόοδος. Καὶ τὰ σύνολα ἀποκτοῦν δυναμικό, ἐξελικτικὸ χαρακτῆρα.

Στὴν πράξι τὸ δόγμα τῆς ἰσότητος μεταφράζεται πολιτειακὰ σὲ ἐξουσιαστικὸ πολιτικὸ καθεστὼς καὶ κοινωνικὰ σὲ λογοκρατικὸ οἰκονομισμό. Στὰ ἐξουσιαστικὰ καθεστῶτα τῆς πολιτικῆς ἰσοπεδώσεως (ὅπως π.χ. ὁ Κοινοβουλευτισμὸς) ἡ ἱεράρχησις τῆς ὁλότητος στηρίζεται στὴν ἔννοια τῆς πλειοψηφίας. Ὅλα τὰ ἄτομα ψηφίζουν καὶ ὅλες οἷ ψῆφοι ἔχουν τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς ἀξία. Ἡ πολιτικὴ ἰσοδυναμία τῶν ἀτόμών εἶναι ἀπόλυτος. Ἡ ψῆφος τοῦ βλακὸς ἔχει τὴν ἰδίαν ἀξία μὲ τὴν ψῆφο τοῦ εὐφυοῦς καὶ τοῦ σοφοῦ, ἡ ψῆφος τοῦ διεφθαρμένου ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ψῆφο τοῦ ἐντίμου, ἡ ψῆφος τοῦ παραλόγου ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν ψῆφο τοῦ λογικοῦ. Δύο βλᾶκες ἐξουδετερώνουν ἕναν εὐφυῆ ἢ σοφό, δύο διεφθαρμένοι ὑποτάσσουν ἕναν ἔντιμο, δύο παράλογοι κυβερνοῦν ἕναν λογικό. Στὸν λογοκρατικὸ οἰκονομισμὸ (ὅπως π.χ. ὁ μαρξιστικὸς,) ἢ κοινωνία στηρίζεται στὸ ἴσο μερίδιο κάθε ἀτόμου ἐπὶ τῶν ἀγαθῶν. Δὲν ὑπάρχει κι ἐδῶ (θεωρητικῶς) διάκρισις. Ὁ τεμπέλης δικαιοῦται τὰ ἴδια μὲ τὸν φιλόπονο, ὁ ἀντιπαραγωγικὸς ἀπολαμβάνει τὰ ἴσα μὲ τὸν παραγωγικό, ὁ ἀνίκανος ταὐτίζεται οἰκονομικῶς μὲ τὸν δημιουργό.

Ἐξ ἄλλου, ἡ ἰδέα τῆς δικαιοσύνης πολιτικῶς ὑλοποιεῖται μὲ τοὺς διαφόρους τύπους τῶν Ἀξιοκρατικῶν καὶ τιμοκρατικῶν Πολιτειῶν καὶ «οἰκονομικῶς μὲ τὴν δικαιοκρατουμένη κοινωνία. Στὰ σχήματα αὐτὰ ἡ πλειοψηφία, τὸ σύνολο σὰν ἀριθμός, δὲν παίζουν κανένα ῥόλο. Τὰ πάντα καθορίζει ἡ ἀξία, τὸ ποιόν, τὸ ἄτομο. Οἱ ἐκλεκτοί, οἱ ἄξιοι καὶ οἱ ἔντιμοι ὁδηγοῦν τοὺς ὑπολοίπους. Τὸ μερίδιο τῆς συμμετοχῆς στὴ διαδικασία λήψεως ἀποφάσεων εἶναι ἀνάλογο πρὸς τὴν ἠθικὴ καὶ φυσικὴ ἀξία καὶ τὸ πνευματικὸ ἢ ὑλικὸ ἔργο ἑνὸς ἑκάστου μέλους τοῦ συνόλου.

Ἡ δικαιοκρατουμένη κοινωνία στηρίζεται στὴν ἀρχή: «ὁ κάθε ἕνας ἀπολαμβάνει ἀναλόγως μὲ τὸ ἔργο ποὺ ἀποδίδει». Οἱ τεμπέληδες, οἱἀντιπαραγωγικοί, οἱ κηφῆνες ξεπέφτουν, οἰκονομικῶς καὶ κοινωνικῶς, ἐνῶ οἱ φιλόπονοι, παραγωγικοί, δημιουργικοὶ ἀνεβαίνουν. Ἡ ἱεραρχία τῆς κοινωνίας ἀντικατοπτρίζει δικαίως τὴν κλίμακα τῆς παραγωγικῆς ἀξίας τῶν ἀτόμων ποὺ τὴν ἀποτελεοῦν.

Αὐτὴ εἶναι σὲ γενικὲς γραμμὲς ἢ διάκρισις τῶν ἐννοιῶν καὶ τῶν πολιτικοκοινωνικῶν μορφῶν ποὺ ἀποῤῥέουν ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς Ἰσότητος καὶ τὴν ἰδέα τῆς δικαιοσύνης. Ἢ πρώτη, ἐπιβαλλομένη βιαίως, τεχνητῶς, μὲ τὸν ἠθικὰ οὐδέτερο χαρακτῆρα της ἰσοπέδωσε ποιοτικῶς τὴν σημερινὴ ἀνθρωπότητα καὶ τῆς ἐπέβαλε μίαν ἀναξιοκρατουμένη ἱεράρχησι, ἡ ὁποία ἀντιβαίνει πρὸς τὴν Φύσι, πρὸς τὴν Ἐλευθερία, τὴν ἔννοια τῆς προόδου, τὸν σεβασμὸ τοῦ ἀτόμου καὶ τὴ λογική. Τὰ ἄτομα μετεβλήθησαν σὲ μονάδες, σὲ «νούμερα», σὲ μέλη μίας ἀγέλης. Ἡ δυνατότης ἐλευθερώσεως κατηργήθη, μὲ τὴν μετατροπὴ τῶν Ἐθνῶν σὲ εὐκολοκυβερνητοὺς συρφετοὺς ποὺ δὲν δημιουργοῦν προβλήματα στοὺς ἔξουσιαστές τους. Οἱ κοινωνίες καὶ τὰ Κράτη ἔγιναν Κατεστημένα, στατικοὶ ὀργανισμοί. Καὶ αὐτὸς εἶναι προφανῶς ὅ ἀνομολόγητος σκοπὸς τῆς συγκροτήσεως τῶν Κρατῶν καὶ κοινωνιῶν ποὺ στηρίζονται στὴν ἀρχὴ τῆς ἰσότητος: οἱ ἐκλεκτοί, οἱ ἄξιοι, οἱ ἐλεύθεροί ἐξουδετερώνονται ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀνικάνων καὶ τῶν -δούλων καὶ ἔτσι παύουν νὰ ἀποτελοῦν κίνδυνο γιὰ τὴν κατάστασι τῆς ἀκινησίας, ποὺ εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν διαιώνισι τῆς κυριαρχίας τοῦ Κατεστημένου. Ἡ κοινωνία τῆς Ἰσότητος εἶναι βαθύτατα ἀντιδραστική, στὴ σύλληψι καὶ στὴν ἐφαρμογή της.

Θέτοντας σὰν θεμέλιο τῶν Πολιτειῶν καὶ κοινωνιῶν τὴν Ἰδέα τῆς δικαιοσύνης ἔχουμε τὴν θεωρητικὴ ἀρχὴ τῆς «Πολιτείας τῆς Ἀξιοκρατίας καὶ τῆς Ἐλευθερίας» Ἀφήνεται ἀνεμπόδιστος ἡ φυσικὴ διαδικασία τῆς ἀναδείξεως τῶν ἐκλεκτῶν καὶ δίδεται στὴν ὁλότητα δυναμικὸς καὶ ἐξελικτικὸς χαρακτῆρας. Δὲν κατοχυρώνεται ἡ ἐξουσία κανενὸς Κατεστημένου, καὶ δὲν «παγώνει», δὲν Ἐξουδετερώνεται ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξις. Ἡ κοινωνία καὶ Πολιτεία τῆς Δικαιοσύνης καὶ Ἀξιοκρατίας εἶναι βαθύτατα προοδευτικὴ στὴν σύλληψι καὶ τὴν ἐφαρμογή της.

Δημήτριος Λάμπρου,
Ἀναζήτησις, Δοκίμιο Ἑλληνικῆς Ἰδεολογίας,
περοδικὸ Δαυλὸς 1981

 

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply