Τὸ παρακάτω κείμενον ἐδημοσιεύθη στὶς 6 Ἰουνίου 2014. Ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον σημαντικὰ γιὰ ἐμέναν, πρὸ κειμένου νὰ συνειδητοποιήσω τὸ πόσο σπουδαῖος ἦταν ὁ ρόλος τῶν διαφόρων «Κωνσταντήδων» κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσεως. Τὸ κείμνον, ἂν καὶ «πατοῦσε» σὲ ἱστορικὸ γεγονός, δὲν ἦταν ἱστορικό. Ἦταν ἀφορμὴ γιὰ νὰ «δῶ» μέσα μου τὸ ἐὰν ἐγὼ (καὶ μόνον ἐγὼ) δύναμαι νὰ λειτουργήσω σὰν τοὺς τόσους καὶ τόσους Κωνσταντῆδες τῆς ἱστορίας μας. Ἦταν μία «ἄσκησις» γιὰ τὸ πόσο πολὺ ἢ γιὰ τὸ πόσο λίγο ἐννοῶ τὰ ὅσα πιστεύω.
Τὸ κείμενον εἶχε ἐνημερωθεῖ ἀλλὰ ἀνέμενε στὰ πρόχειρα γιὰ νὰ συνδεθῇ μὲ τὰ ἱστορικὰ κείμενα, κάτι ποὺ θὰ καθυστερήσῃ ἀκόμη.
Οἱ σύνδεσμοι ἐντὸς τοῦ κειμένου δὲν «δουλεύουν», ἀλλὰ κάποιαν στιγμὴ στὸ μέλλον θὰ ἀποκατασταθοῦν.
Νύκτα σκοτεινὴ αὐτὴ τῆς 6ης Ἰουνίου τοῦ 1822…
Λίγο πρὶν τὰ μεσάνυκτα… Νύκτα δίχως σελήνη… Καὶ τὸ μελτέμι ἔπαυσε…
Κάποιες σκιές, μὲ μίαν βάρκα κι ἕνα μπουρλότο, γλυστροῦν ἀθόρυβα σχεδὸν καὶ προσεγγίζουν, μετὰ πολλῶν κόπων καὶ βασάνων τὴν τουρκικὴ ναυαρχίδα, τὸ μεγάλο ντελίνι, ποὺ φιλοξενοῦσε περισσοτέρους ἀπὸ δύο χιλιάδες Τούρκους. Συνέχεια