Ὁρισμὸς τῆς τραγωδίας.

Ὁρισμὸς τῆς τραγωδίας.Ἐρμηνεία ἀριστοτελικοῦ ὁρισμοῦ.

«Ἒστι μὲν οὖν τραγῳδία
μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας,
μέγεθος ἐχούσης,
ἡδυσμένῳ λόγῳ,
χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις,
δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας,
δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα,
τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Συνέχεια

Ἐπιστολαὶ Ἀλεξάνδρου Ἀριστοτέλους

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΡΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Alejandri Magni Epistolae (1)

«Αλέξανδρος ᾿Αριστοτέλει εὖ πράττειν.
Οὐκ ὀρθῶς ἐποίησας ἐκδοὺς τοὺς ἀκροαματικοὺς τῶν λόγων. τίνι γὰρ ἔτι διοίσομεν ἡμεῖς τῶν ἄλλων, εἰ, καθ’ οὓς ἐπαιδεύθημεν λόγους, οὗτοι πάντων ἔσονται κοινοί; ἐγὼ δὲ βουλοίμην ἂν ταῖς περὶ τὰ ἄριστα ἐμπειρίαις ἢ ταῖς δυνάμεσι διαφέρειν.
῎Ερρωσο. Συνέχεια

Ἀριστοτέλης, «Μετὰ τὰ Φυσικά». (Ἀπόσπασμα)

Ὁ Νοῦς νοεῖ τὸν ἑαυτὸν του ὡς κράτιστος καὶ ἡ νόησὶς του εἶναι τῆς νοήσεως νόησις.

Δημιουργοῦνται ὁρισμέναι ἀπορίαι σχετικῶς μὲ τὸν νοῦν, διότι θεωρεῖται βέβαιον ὅτι εἶναι τὸ θεϊκότερον τῶν φαινομένων, ἡ ἀπορία ὅμως ποὺ προκύπτει εἶναι εἰς ποίαν κατάστασιν θὰ πρέπη νὰ εἶναι οὕτος διὰ νὰ ἠμπορῇ νὰ ἔχῃ τοιοῦτον χαρακτήρα, δημιουργεῖ ὁρισμένας δυσκολίας.
Διότι ἐάν δὲν νοεῖ τίποτα, τότε εἰς τὶ θὰ ἔγκειται τὸ ἰερὸν μεγαλεῖον του, ἐφ᾿ ὅσον θὰ ὁμοιάζῃ ὡς κοιμώμενος. Ἐὰν, δὲ, νοεῖ, ἀλλὰ ὡς ὅργανον ἄλλου, τὸτε, δεδομένου ὅ,τι ἀποτελεῖ τὴν οὐσίαν του δὲν εἶναι ἡ νόησις ἀλλὰ ὁρισμένη δύναμις, δὲν θὰ εἶναι ἡ ἀρίστη οὐσία, καθὸ ἡ ἀξία του ἔγκειται εἰς τὴν νόησιν. Ἀκόμα, εἶτε ἡ οὐσία του εἶναι νοῦς εἶτε νόησις, τὶ εἶναι αὐτὸ ποῦ νοεῖ; Διότι ἤ νοεῖ τὸν ἑαυτὸν του, ἤ κάτι ἄλλο, ἐὰν νοεῖ κάτι ἄλλο, τὸτε ἤ (νοεῖ) πάντα τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ἤ κάτι διαφορετικόν.
Συνέχεια

Ἀριστοτέλης (σχόλια)

Ὁ νοῦς, τελειοῦται μεταβαίνων ἐκ δυνάμεως εἰς ἐνέργειαν.
Ὅτι εἶναι δύναμις ἀποδείκνυται ἐκ τούτων, ὅτι οὖτε πάντοτε νοεῖ, οὖτε τὰ αὐτὰ νοεῖ πάντοτε, ἀλλὰ ἄλλοτε ἄλλα καὶ, ὅταν συνεχῶς νοῇ, ἀποκάμνει.
Οὕτως ὁ νοῦς οὐσίαν καὶ μορφήν ἔχει ταύτην, ὅτι δύναται νὰ περιλάβῃ πᾶσας τὰς ἄλλας μορφᾶς.
Καὶ ἄν μὴ διέμενε τοιαύτη δύναμις, ἀλλ᾿ εἶχεν ἰδίαν ὡρισμένην μορφήν, ἕν ἀποκλειστικὸν εἶδος, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ μεταβαίνῃ ἐκ μίας εἰς ἄλλην ἐνέργειαν καὶ νὰ δέχηται πάντα τὰ εἴδη, διότι τὸ ἰδιαίτερον ἐκεῖνο εἶδος του θὰ ἠμπόδιζε καὶ θὰ ἀντέφραττε τὰ ἄλλα ὡς ἀλλότρια.
Συνέχεια

Ἀριστοτέλης. Ἠθικὰ Νικομάχεια. Ἀγαθά.

Τὰ ἀγαθά εἶναι δύο εἰδῶν, καὶ τὸ μὲν ἕνα εἶδος εἶναι τὰ καθ’ ἑαυτά, τὸ δὲ ἄλλο εἶναι ὅσα ὑπάρχουν πρὸς χάριν τούτων.
Θὰ προσπαθήσωμεν νὰ διαχωρίσωμεν τὰ καθ’ ἑαυτὰ ἀπὸ τὰ χρήσιμα καὶ νὰ ἐξετάσωμεν ἄν ὑπάγονται εἰς μὶαν κατηγορίαν.
Ἠμποροῦμεν νά θεωρήσωμεν ὡς καθ’ ἑαυτά, παρά ὅσα καί ἐπιδιώκονται μεμονωμένα, καθώς π.χ. ἡ φρόνησις καί ἡ ὅρασις καί μερικαί ἠδοναί καί τιμαί; Διότι αὐτά, ἄν καὶ τὰ επιδιώκομεν καὶ πρὸς χάριν ἄλλου πράγματος, ὅμως ἠμποροῦμεν νὰ τὰ θεωρήσωμεν ὡς καθ’ ἑαυτὰ ἀγαθά. Συνέχεια

Ὅταν τά μάτια δέν ἐκπέμπουν φῶς δέν σχηματίζονται εἰκόνες;

Πρῶτος ὁ Ἀριστοτέλης παρετήρησε τὸ εἴδωλο τοῦ Ἡλίου ἐπάνω στὸ ἔδαφος, καθὼς οἱ ἀκτίνες περνοῦσαν ἀνάμεσα ἀπὸ μιὰ τρύπα, ποὺ εἶχαν σχηματίσει τὰ φύλλα ἐνὸς δένδρου.

Μέχρι τὸ 1000 μ.Χ. οἱ ἄνθρωποι ἐπίστευαν ὅτι τὰ μάτια ἀκτινοβολοῦν φῶς, ποὺ σχηματίζει Συνέχεια