Ἔμελλε νὰ ζήσω γιὰ νὰ τὸ βιώσω κι αὐτό…
Πρὶν λίγο κτύπησε τὸ κουδούνι στὴν ἐξώπορτα τῆς πολυκατοικίας. Πῆγα νὰ δῶ ποιὸς ἦταν κι εὐρέθην ἀντιμέτωπος μὲ μία εἰκόνα πού μου προεκάλεσε σόκ, θυμὸ καὶ θλίψη. Ἕνας κύριος ἡλικιωμένος, κτυποῦσε τὰ κουδούνια ζητῶντας νὰ τοῦ πετάξουν ἀπὸ τὸν ἐξώστη κάποια βοήθεια… Σάστισα… Πῶς ἀντιμετωπίζεις ὅμως ἕναν ἄνθρωπο ποὺ -καθὼς φαινόταν ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά του- μέχρι προτινός ζοῦσε ἀξιοπρεπώς; Πῶς ἀντιμετωπίζεις ἕναν ἄνθρωπο πού μέσα στόν πόνο τού καταφέρνει νά περισώσῃ ἕνα κομμάτι αὐτῆς τῆς ἀξιοπρεπείας ζητῶντας νά τοῦ πετάξουμε ἀπό τίς βεράντες μας μίαν βοήθεια, ἀντί νὰ ζητήσῃ νά τοῦ ἀνοίξουν; Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ σκέφτεται ὅτι ἐὰν ζητοῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν πιθανότατα νὰ τὸν περνοῦσαν γιὰ κλέφτη ἢ διαῤῥήκτη. Ἕναν ἄνθρωπο ποῦ νοιάζεται νὰ μὴν ἀνησυχήσῃ ἐκείνους ἀπὸ τοὺς ὁποίους ζητᾶ βοήθεια; Συνέχεια