Ἡ λέξις τέλμα, κατὰ Δημητρᾶκο, σημαίνει: «στάσιμον ὕδωρ, λιμνάζον ὕδωρ, ἕλος, βοῦρκος, βάλτος, βαλτότοπος, τόπος πηλώδης ὕδωρ ἔχων».
Τὸ ὅτι ἐμεῖς χρησιμοποιοῦμε τὸ τέλμα γιὰ νὰ δηλώσουμε πὼς κάπου, κάτι ἔχει παγιδευθῆ, πολὺ γενικῶς, ἀλλὰ ὄχι ἐννοῶντας πάντα πὼς αὐτὴ ἡ παγίδευσις σχετίζεται μὲ ὕδωρ, κατ’ ἀρχὰς δηλώνει ἐκπεσμὸ τῆς ἐννοιολογικῆς μας ἀντιληπτικότητος. Συνέχεια